Καλοκαίρι του 2023. Πριν ακόμη καλύψει τον ελληνικό ουρανό ο καπνός από τις πυρκαγιές, πριν ακόμη πνιγούμε από τις πλημμύρες. Και η τραγωδία στα Τέμπη, η πιο πολύνεκρη σιδηροδρομική, δεν ακουγόταν πια.
Αυτό ήταν ασύλληπτο για μένα. Κόντευα να σκάσω. Εγώ ήξερα πως οι Έλληνες είμαστε φιλότιμοι, βοηθάμε, πονάμε για τον συνάνθρωπο. Δεν μπορεί να επιτρέψαμε να ξεχαστεί αυτό το ζήτημα, ενώ οι συγγενείς διαμαρτύρονταν για το μπάζωμα από την αρχή.
Μίλησα με τη Μαρία Καρυστιανού, πρόεδρο του Συλλόγου Θυμάτων των Τεμπών. Της είπα ότι θέλουμε μαρτυρίες των συγγενών των θυμάτων. Τη δική της βεβαίως αλλά και επιζώντων, προκειμένου να φτιάξουμε ένα θέατρο-ντοκουμέντο που θα τις συμπεριλαμβάνει. Δεν με ήξερε. Όμως ήταν θετική στο πρώτο μου κάλεσμα.
Από τον Σεπτέμβρη είχαμε ροή στις συνεντεύξεις, μία έως τρεις την εβδομάδα. Συγγενείς των θυμάτων, επιζώντες, μηχανοδηγοί και μια νοσηλεύτρια. Με μια επιζήσασα που τη γνώριζα προσωπικά είχαμε ήδη μιλήσει τον Αύγουστο. Η ίδια επέλεξε να διατηρήσει την ανωνυμία της. Συνολικά συνομιλήσαμε με 21 άτομα.
Κλαίγαμε τόσο κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων όσο και μετά. Αλλά δεν τα παρατήσαμε. Πίστεψα τόσο πολύ σε αυτή την ιδέα. Θεωρούσα ότι οι μαρτυρίες των ανθρώπων που έζησαν αυτό που συνέβη στα Τέμπη θα έπρεπε να ταξιδέψουν, να γίνουν γνωστές στον κόσμο.
Αργότερα θα έπρεπε να σκεφτούμε πώς θα παρουσιαστούν οι μαρτυρίες. Σαν μονόλογοι, όπως ακριβώς έγινε με τις συνεντεύξεις; Σαν διάλογοι; Και αν χρησιμοποιούσα διαλόγους, μέχρι πού μου θα μου επιτρεπόταν να φτάσω;
Βασικός μου στόχος ήταν να σεβαστώ τις μαρτυρίες που είχα στα χέρια μου και να μην αυθαιρετήσω. Με αυτό τον γνώμονα στήθηκαν οι διάλογοι του έργου. Ενέταξα και δυο χαρακτήρες φανταστικούς, αποδέκτες των μαρτυριών. Εκεί έγκειται το κομμάτι της μυθοπλασίας. Αν μπορούσα θα είχα συμπεριλάβει και τις 60 ώρες υλικού από τις συνεντεύξεις. Αυτό όμως ήταν αδύνατον σε ένα έργο 120 λεπτών.