Τα παλιά χρόνια συναντούσες στη Σαντορίνη όμορφους ανθρώπους, μοναδικούς. Παντού και πάντα. Στα σοκάκια, στις πλατείες… με τα χαρακτηριστικά παρατσούκλια τους. Τότε οι άνθρωποι είχαν έναν ιδιαίτερο τρόπο έκφρασης. Ο καθένας τους ήταν ξεχωριστός και αξέχαστος.
Ακούραστοι, χαμογελαστοί. Πρωτεργάτες τους χαρακτήριζαν τότε. Εκείνοι με τον χαρακτήρα τους έδωσαν το πρώτο βήμα στη Σαντορίνη και στον πολιτισμό της να εξελιχθούν.
Όλα ξεκίνησαν από το παλιό λιμάνι. Η σκληρή δουλειά με τα γαϊδουράκια δεν κρυβόταν άλλωστε. Ήταν μια γενιά ανθρώπων που κέρδισε τον σεβασμό όλων. Μια γενιά που μας έδειξε πώς να τολμάμε με θάρρος και αισιοδοξία.
Σε κάθε διάλογο που άνοιγες μαζί τους από το στόμα τους δεν έλειπε η φράση «έρχονται χρόνια δύσκολα, παιδί μου». Μερικοί την προσπερνούσαμε. Άλλοι πάλι αναρωτιόμασταν γιατί επέστρεφαν διαρκώς σε αυτή την αποστροφή. Τι τους έκανε να μας την υπενθυμίζουν σχεδόν κάθε μέρα;
Τα δύσκολα χρόνια για κάθε Σαντορινιό ήταν εκείνα του πολέμου, της Κατοχής, της πείνας. Και μετά… ο ξαφνικός σεισμός τον Ιούλιο του 1956 που έμεινε ανεξίτηλος στη μνήμη καθενός. Αυτές οι κακουχίες και οι καταστροφές έδεσαν τους Σαντορινιούς. Και το αίσθημα της αδελφοσύνης και της αλληλεγγύης τους έκανε πιο σοφούς, πιο δημιουργικούς.
Ο διάχυτος φόβος για τη φύση που θα ξεσπάσει μαζί με την απομόνωση του νησιού που συνοδευόταν από το πηχτό σκοτάδι της νύχτας οδηγούσε σε σκέψεις μεταφυσικές… υπερβατικές. Τι είναι ζωή; Τι άλλο μπορεί να συμβεί; Ποσό θα κρατήσει αυτό; Θα το αντέξουμε;
Και με τις σκέψεις αυτές επιστρέφουν στη μνήμη μου τα λόγια του Βαγγέλη Σορώτου: «Βρε παιδί μου, κι αυτός ακόμη ο φόβος του σεισμού, της έκρηξης του ηφαιστείου ή της πείνας ήταν πηγή γνώσης για μας. Τα ξέραμε όλα. Δουλεύαμε όλη μέρα για να πάρουμε μια κουλούρα. Και όταν γύρναγες σπίτι, ποιος θα την πρωτοέτρωγε; Για πες μου».