Τα πρώτα παιδικά μου χρόνια, από το 1966 έως το 1974, τα έζησα στο πατρικό σπίτι της μητέρας μου. Ήταν ένα από εκείνα τα σπίτια του Βύρωνα με τις αυλές, τα μεγάλα ψηλοτάβανα και ηλιόλουστα δωμάτια και τον μακρύ διάδρομο με τα χρωματιστά πλακάκια. Πριν η αντιπαροχή τα αφανίσει.
Σε αυτό το σπίτι συγκατοικήσαμε εκείνα τα χρόνια τρεις γενιές ανθρώπων. Εμείς τα παιδιά, οι γονείς μου και οι γονείς του πατέρα μου στο πάνω σπίτι. Και στο κάτω σπίτι η ανύπαντρη ακόμη τότε θεία μου, η μητέρα της μητέρας μου και η νονά της μητέρας μου, η γιαγιά η Άννα που τη μεγάλωσε κιόλας, γιατί όταν η μητέρα μου ήταν παιδί τα χρόνια ήταν δύσκολα και τα αδέλφια της πολλά.
Πολλά θυμάμαι από εκείνη την εποχή. Το πιο αξιομνημόνευτο όμως είναι οι συζητήσεις που έκαναν στο σπίτι ο παππούς μου από την πλευρά του μπαμπά μου και οι δυο γιαγιάδες μου από την πλευρά της μαμάς μου.
Ο παππούς μου είχε καταγωγή από την Αταλάντη της Φθιώτιδας. Είχε πολεμήσει στους Βαλκανικούς Πολέμους, ενώ στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο βρέθηκε αιχμάλωτος στη Γερμανία. Στη συνέχεια τον βούτηξαν και τον έστειλαν και στη Μικρά Ασία, βενιζελικός όμως, όπως μας έλεγε.
Οι γιαγιάδες μου, από την άλλη, είχαν καταγωγή από το Αϊβαλί. Ήρθαν στην Ελλάδα με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Σχεδόν κάθε απόγευμα έπιαναν οι τρεις τους τις θέσεις τους –στην αυλή το καλοκαίρι, στην κουζίνα τον χειμώνα– και άρχιζαν τις σπαρακτικές ιστορίες τους που κανένας ενήλικας τότε στο σπίτι μας δεν σκέφτηκε ποτέ να καταγράψει.
Ο παππούς έδειχνε μια ουλή που είχε στο μέτωπο και ήταν από σφαίρα. Ξεκινούσε πρώτος τις αφηγήσεις. Εξιστορούσε τα ατελείωτα μαρτύρια των πολέμων που του εντυπώθηκαν ως οι δικές του προσωπικές πολεμικές ιστορίες. Οι ιστορίες του δεν είχαν ηρωισμούς και ανδραγαθήματα ούτε λαμπρές νίκες και θριάμβους.