Οταν ήμουνα μικρούλα είχα έναν θείο αριστερό που προσπαθούσε να μας μυήσει. Είχα εντυπωσιαστεί από τα βιβλία που μου έφερνε.
Ήθελα κι εγώ να κάνω κάτι και του έλεγα: «Εμείς πώς θα μπούμε σε αυτό τον αγώνα;». «Εσείς θα είσαστε καλά παιδιά, καλοί μαθητές στο σχολείο και θα έρθουν να σας βρουν αυτοί».
Είχα λοιπόν από παιδί ένα αίσθημα αναμονής γι’ αυτά. Όταν ήμουνα μικρή πήγαινα κατηχητικό – ήμουνα το κοριτσάκι το ήσυχο. Άλλωστε δεν είχαν ωριμάσει οι συνθήκες ακόμη.
Όταν ξεκίνησε ο αναβρασμός στα πανεπιστήμια, ήμουνα φοιτήτρια στη Σχολή Καλών Τεχνών. Υπήρχε πολλή τρομοκρατία. Κάποια στιγμή, εκεί που ήμασταν όλοι μαζεμένοι, ήρθαν κάποιοι φοιτητές και μας είπαν: «Όσοι θέλετε να μπείτε σε αυτό τον χώρο που θα ξεσηκωθούμε περάστε από εδώ».
Αυτό για μένα ήταν καθοριστικό. Ήταν σαν να αποφάσισα τότε στη ζωή μου να μπω σε αυτή την πλευρά. Κάναμε το βήμα λοιπόν.
Έκτοτε άρχισα να μπαίνω στο κινηματικό κλίμα, να πηγαίνω στις διαδηλώσεις και τις συνελεύσεις. Στην αρχή δεν μπορούσα ούτε να μιλήσω. Όταν το κατάφερνα γύριζα στο σπίτι και έκανα εμετό από την ένταση που είχα.
Στην πρώτη κατάληψη, της Νομικής, δεν μπήκα μέσα, φοβήθηκα. Στην κατάληψη του Πολυτεχνείου όμως ήμουν μέσα και τις τρεις μέρες. Κοιμόμασταν εκεί και τη μέρα φωνάζαμε συνθήματα στο προαύλιο, γράφαμε προκηρύξεις και τις κολλούσαμε στα τρόλεϊ που περνούσαν. Ήτανε σαν να κυριαρχούσαμε εκείνες τις στιγμές. Είχαμε την αίσθηση μιας νίκης που έρχεται.
Το κλίμα ήταν πολύ ζεστό, πολύ συντροφικό με όσους ήταν εκεί, εκτός από κάποιες εντάσεις στην αρχή με την Πανσπουδαστική που δεν ήθελε να γίνει το ξεκίνημα του Πολυτεχνείου. Όταν έγινε, φυσικά μπήκε κι αυτή.
Ήρθα πιο κοντά με πολλούς ανθρώπους. Με τη φίλη μου την Κατερίνα, με την οποία ήμασταν συνέχεια πιασμένες χέρι χέρι μέσα, έχουμε ακόμη μια συντροφική σχέση.