Αλκμηνάκι, πάμε να δούμε το τανκ;» με ρωτάει ο φίλος μου ο Νικόλας, ένα λελέκι δυο μέτρα, που φορούσε ένα ωραίο μακρύ παλτό και κασκόλ, γιατί είχε ψυχρούλα. Νοέμβρης γαρ.
Ήμασταν κοντά στην είσοδο της Στουρνάρη. Είχε βραδιάσει, μαύρο σκοτάδι πίσσα, μας είχαν κόψει το ρεύμα την προηγούμενη νύχτα, αλλά ήμασταν ψύχραιμοι. Και νέοι.
Με πιάνει λοιπόν από το χεράκι ο Νικόλας και προχωράμε μπροστά, να δούμε το τανκ. Λες και βλέπαμε ταινία. Δεν ήταν φόβος αυτό που νιώθαμε, πιο πολύ αγωνία· πώς είναι όταν βλέπεις ένα θρίλερ και περιμένεις να δεις τι θα γίνει. Στηθήκαμε μερικά μέτρα πίσω από την πύλη του Πολυτεχνείου. Απέξω είχε στηθεί το τανκ. Ήταν κι άλλοι εκεί, αλλά όχι πάρα πολλοί.
Μιλούσαμε και γελούσαμε. Ο Νικόλας είχε απίστευτο χιούμορ και ήταν αισιόδοξος άνθρωπος. Εγώ απλώς ακολουθούσα τη δικιά του ρότα.
Περάσαμε αρκετή ώρα χαζεύοντας. Και κάποια στιγμή, το θηρίο αρχίζει να κινείται. Κροτάλιζαν οι ερπύστριες, πήγαινε πέρα δώθε η γιγάντια μεταλλική προβοσκίδα, καπνός άρχισε να ανεβαίνει προς τα πάνω μες στην πνιγηρή βροχερή ατμόσφαιρα. Και ξαφνικά, μπαμ!
Πέφτει το θηρίο πάνω στη μεγάλη πύλη του Πολυτεχνείου. Ένας απαίσιος κρότος. Τα κάγκελα της πύλης σπάνε, χίλια κομμάτια.
Το τανκ είχε μπει μέσα. Δεν το περιμέναμε. Πιστεύω κανείς δεν το φανταζόταν. Με πιάνει ο Νικόλας από το χέρι και με τραβάει μαζί του. Τρέχουμε και οι δυο αλλόφρονες, όπως και οι υπόλοιποι εκεί κοντά μας. Γρήγορα, προς τα δεξιά.
Δεν θυμάμαι να άκουγα κραυγές ή φωνές. Μια μαύρη σιωπή μαζί με ζοφερούς κρότους από σπασμένα έζωνε το σκοτάδι εκείνης της τελευταίας νύχτας. Που πιστέψαμε ότι ήταν η τελευταία μας.