Πριν από λίγες μέρες οι Γριές έκλεισαν δυο χρόνια ζωής. Και ενώ εδώ και μέρες ανακαλώ διάφορες ιστορίες ή περιστατικά από τις δικές μου γιαγιάδες, την Ευγενία και την Όλγα, για να κάτσω να γράψω, στον νου μου έχει καρφωθεί μια άλλη εικόνα, την οποία τελικά θέλησα να μοιραστώ.
Τον Μάρτη του ’23 ανεβαίνουμε με τους ηθοποιούς και κάποιες/ους από την ομάδα των συντελεστών στο Θεσσαλικό Θέατρο. Εκεί πρόκειται να ξεκινήσουν οι προγραμματισμένες παραστάσεις των Γριών. Η Λάρισα είναι αγριεμένη, όπως και το είναι μας, από το πρόσφατο δυστύχημα στα Τέμπη.
Τη μέρα που φτάνουμε υπάρχει συγκέντρωση μπροστά από το Δικαστικό Μέγαρο και πορεία προς τον Σιδηροδρομικό Σταθμό. Συμμετέχουμε κι εμείς. Την επομένη ξεκινάμε τις τελευταίες πρόβες μας στη σκηνή του Θεσσαλικού Θεάτρου.
Στο ξενοδοχείο στο οποίο μένω υπάρχει πολύς κόσμος. Εκτός από τον αυξημένο αριθμό ατόμων, λόγω μιας έκθεσης αγροτικών προϊόντων, κυρίως από δημοσιογράφους που καλύπτουν την υπόθεση του δυστυχήματος στα Τέμπη. Μες στο άγχος της δικής μου πραγματικότητας, η καθημερινότητά μου ξεκινάει με το ψιλομίζερο πρωινό στο ξενοδοχείο. Στη συνέχεια στο θέατρο για πρόβες, συνεννοήσεις κ.λπ.
Όσο περνάνε οι μέρες, το ξενοδοχείο αρχίζει να αδειάζει. Η έκθεση τελειώνει, οι δημοσιογράφοι επιστρέφουν στην έδρα τους και μένουμε, ιδίως τις καθημερινές, πολύ λιγότεροι άνθρωποι. Το πρωινό εξακολουθεί να ακολουθεί το πανελλαδικό πρότυπο δεκαετιών, με μικρές ευχάριστες ανατροπές. Φωσφορούχα πορτοκαλάδα, κέικ έτοιμο, αυγά βραστά, γιαούρτι, μπέικον, λουκανικάκια, τριγωνάκια από τυρί και ζαμπόν σε αυστηρή στοίχιση. Καμιά φορά κάποιο κομμάτι πίτας, λόγω εντοπιότητας.
Επειδή κατεβαίνω νωρίς για πρωινό, το σκηνικό θυμίζει λίγο πίνακα του Hopper. Εγώ ανάμεσα σε άδεια τραπέζια με κάτι φέτες του τοστ που μπαίνουν στο πιάτο μου χωρίς ιδιαίτερο λόγο και κάτι ξεχαρβαλωμένες συσκευασίες Βιτάμ, ανάκατες με μαρμελάδες και ψίχουλα. Πίνω αυτό που ονομάζεται «γαλλικός», σκέφτομαι το πρόγραμμα της ημέρας και χαζολογάω στο κινητό.