Γεννήθηκα το 1990. Μεγάλωσα σε έναν τσιγγάνικο οικισμό της Θεσσαλίας. Οι γονείς μου ζούσαν σε τσαντίρι. Άργησα να ξεκινήσω το σχολείο. Πήγα πρώτη φορά στα δέκα μου χρόνια, χωρίς να γνωρίζω σχεδόν καθόλου ελληνικά. Μέσα σε έξι μήνες όμως αρίστευσα και από την πρώτη δημοτικού πέρασα απευθείας στην τέταρτη. Από τότε ήμουν πάντοτε αφοσιωμένος στις σπουδές μου.
Παρά τις δυσκολίες ένιωθα έντονη ευθύνη να μορφωθώ. Όχι μόνο για τον εαυτό μου, αλλά και για τα υπόλοιπα παιδιά της κοινότητάς μου. Από μικρός ονειρευόμουν να γίνω δάσκαλος και να προσφέρω γνώσεις. Είχα πείσμα, η στήριξη δε των γονιών μου ήταν καθοριστική.
Το εκπαιδευτικό υπόβαθρο που μου καλλιέργησε το τσιγγάνικο δημοτικό ήταν ελλιπές. Μας είχαν διδάξει μόνο αριθμητική και γραφή. Ωστόσο στο λύκειο αρίστευσα με 19,6 και πέτυχα στις Πανελλαδικές. Παράλληλα εξακολουθούσα να ζω στον καταυλισμό. Κάποια στιγμή η οικογένειά μου κατάφερε να χτίσει μια παράγκα. Όταν πήγα στο λύκειο, αποκτήσαμε το δικό μας σπίτι.
Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν δύσκολες. Στην παράγκα δεν υπήρχε ρεύμα, οπότε τα βράδια διάβαζα με μερικά κεράκια που μου έδινε ένας παπάς από την εκκλησία. Μέχρι τα μεσάνυχτα διάβαζα. Συχνά μελετούσα μες στο αυτοκίνητο του πατέρα μου, καθώς ο χώρος στο σπίτι ήταν περιορισμένος και γεμάτος φασαρία. Για να προστατεύω τα βιβλία μου από τα μικρότερα αδέλφια μου τα άφηνα στο αυτοκίνητο.
Στο σχολείο αρχικά αντιμετώπισα διακρίσεις, αλλά σύντομα έγινα αποδεκτός χάρη στις επιδόσεις μου. Συχνά οι συμμαθητές μου με καλούσαν να τους βοηθήσω στις ασκήσεις. Σταδιακά έγινα ένα με τα υπόλοιπα παιδιά. Πηγαίναμε εκδρομές, τρώγαμε και κοιμόμασταν μαζί.