Briancon, Γαλλία, 2000, Ιούνιος, Κυριακή πρωί. Η ανάβαση στο Col du Vars φαίνεται εύκολη, λιγότερη από 1.000 μέτρα. Αλλά η κούραση από το ξεκίνημα στην Grenoble μέχρι τα 1.500 μ. του La Grave την Παρασκευή και η ανάβαση του Σαββάτου στο Col du Lautaret και στα 2.600 μ. του Galibier με έχουν εξαντλήσει.
Η μεγάλη κατηφόρα αμέσως μετά το πρωινό ξεκίνημα μου ρίχνει το ηθικό· χάσαμε πάνω από 200 μ. υψόμετρο. Ο Αντρέας, ο Κλέμενς και η Μάικε ξεφεύγουν ύστερα από λίγο μπροστά με σταθερό ρυθμό. Εγώ έχω βάλει την πιο «ελαφριά» ταχύτητα και αγκομαχώ.
Ο Raimond μένει παρέα και μιλάει συνεχώς: έχει άλλη μια τρελή ιδέα για να μειώσει τις παραμορφώσεις των κρυστάλλων σιλικόνης από το θερμικό φορτίο της δέσμης ακτίνων Χ που δυσκολεύουν τα πειράματα του Βένκι για το ριβόσωμα.
Σταματάμε σε μια βρύση για νερό. Του βάζω τις φωνές: «Αν είναι να με πρήζεις με το πείραμα πήγαινε μπροστά, θα έρθω μόνος μου». Φεύγει μπροστά, διατηρώντας έναν εξωπραγματικό ρυθμό με άνεση. Ανεβαίνω στο κίτρινο Peugeot και συνεχίζω αργά.
Τα χωριά έχουν τελειώσει, ο ήλιος είναι πλέον ψηλά, πλησιάζω τα 2.000 μ. και δεν έχει πουθενά σκιά, δεν σκέφτομαι τίποτε, απλώς γυρνάω τα πετάλια, το νερό έχει τελειώσει, δεν ξέρω αν ετοιμάζομαι να τα παρατήσω. Κάποια στιγμή συνειδητοποιώ ότι ο Raimond είναι δίπλα μου, έχει βάλει το χέρι του στην πλάτη μου και με σπρώχνει ελαφρά: «Έλα, ακόμη δυο στροφές».
Οι στροφές έχουν γίνει πάνω από δέκα – γελάει: «Δεν θα μέτρησα σωστά, ακόμη δυο στροφές». Δεκαεφτά στροφές με ανέβασε με το «ακόμη δυο στροφές». Φτάνω στην κορυφή, πετάω το ποδήλατο και τον αγκαλιάζω σκασμένος στα γέλια.
Scheveningen, Ολλανδία, 2010, Οκτώβριος, Κυριακή μεσημέρι. Ο Γιώργος –πέντε χρόνων τότε– πετάει τα ρούχα του και βουτάνε με τον Ρέιμοντ στη θάλασσα.