Θυμάμαι. Θυμάμαι τα Χριστούγεννα των παιδικών μου χρόνων. Μια αίσθηση προσμονής και εκπλήρωσης. Δυο λέξεις αρκούν για τα Χριστούγεννα του τότε. Χωρίς λεπτομέρειες, χωρίς την ανάμνηση συγκεκριμένων γεγονότων, χωρίς καν τη θύμηση δώρων κάτω από το δέντρο.
Δεν θυμάμαι αν παίρναμε δώρα την Πρωτοχρονιά και τι είδους δώρα ήταν αυτά. Όμως το ξημέρωμα της νέας μέρας, της νέας χρονιάς ήταν πάντα γεμάτο χαρά. Τι είδους Χριστούγεννα, τι είδους Πρωτοχρονιές ήταν αυτά; Και γιατί η αναπόληση έχει τόσο αφόρητη γλύκα; Ίσως η σκόνη του χρόνου να τα υπερφωτίζει. Ίσως η ανάγκη να ωραιοποιήσω ό,τι πέρασε, ό,τι μου άφησε, ό,τι θα ήθελα να αναπολώ ως αντίστιξη στις γιορτές που πια ΔΕΝ περιμένω. Σε αυτό το πισωγύρισμα δεν έχω αναφορές πέραν τούτης της αίσθησης.
Ανακάλυψα μόλις πρόσφατα ότι δεν έχω καμιά φωτογραφία από Χριστούγεννα των παιδικών μου χρόνων. Ούτε στολισμένο δέντρο –που είχαμε– ούτε γλυκά – παρότι έχω τη μυρωδιά από τον μπακλαβά, τα ανώμαλα σοκολατάκια και τα πεντανόστιμα τρουφάκια της μαμάς. Κουραμπιέδες, μελομακάρονα, τσουρέκια –ναι, και τα Χριστούγεννα– όλα ήταν εκεί.
Η μαμά έτοιμη να μας χαρίσει χαρά, νοιάξιμο, να κάνει τις γιορτές μας μαγικές. Μα ούτε μια φωτογραφία. Και τώρα πώς να αναμετρηθώ με τις αναμνήσεις μου χωρίς αποδεικτικά στοιχεία;
Τρομακτική η συνειδητοποίηση πως υπήρξε μια εποχή που τα γεγονότα ήταν αυθύπαρκτα, βιωμένα. Δεν χρειάζονταν εικονολατρικά πειστήρια για να υπάρξουν. Γεγονότα που έγιναν κομμάτι και αιτία αυτού που είμαστε σήμερα. Χωρίς να κάνουμε tag, χωρίς δημοσιεύσεις απόλυτης ευτυχίας, χωρίς υπενθύμιση αναμνήσεων της ψηφιακής εκδοχής μας.