Τον είχα ξαναδεί 15 χρόνια μετά στο πράσινο λεωφορείο Αθήνα – Πειραιά. Κρεμόταν από τη χειρολαβή καμπουριασμένος, με το κεφάλι σκυφτό, σαν να τον βάραιναν τα κρίματά του.
Αφελής σκέψη για τέτοιο κάθαρμα, σαδιστή, αλλά αυτή μου ήλθε πρώτη.
Την επόμενη στιγμή ένιωσα πόνο οξύ στο πρόσωπο, όπως τότε που μας ξερίζωνε τα γένια.
Μετά τον είδα ολοζώντανο να σέρνει την Α. από την κοτσίδα, φροντίζοντας να χτυπάει το κεφάλι της στις κόχες των σκαλοπατιών της Ασφάλειας.
Και μετά ήθελα να του ορμήσω και να τον χτυπήσω με όλη μου τη δύναμη στο γουρουνίσιο σβέρκο. Και μετά να του βγάλω τα φιμέ πατομπούκαλα, χωρίς τα οποία ήταν σχεδόν τυφλός. Να τον ξεσκεπάσω, να τον κατεβάσω από το λεωφορείο και να του κάνω όσα θα μου κατέβαιναν να του κάνω, με όλα τα δικαιώματα που μου έδιναν όσα τράβηξα στα χέρια του εγώ και άλλοι πολλοί.
Η απόπειρά μου να μετακινηθώ προκάλεσε έναν εγκάρσιο κυματισμό στους πατικωμένους σαν σαρδέλες επιβάτες που μεσολαβούσαν ανάμεσά μας.
Σήκωσε το κεφάλι, στραβοκοίταξε τους διπλανούς του, τα μάτια μας κλείδωσαν, συνοφρυώθηκε και το ασφαλίτικο μνημονικό του με θυμήθηκε.
Αντέδρασε ακαριαία.