Hταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που κάθισα στην πρώτη σειρά των επισήμων. Πρώτη και τελευταία. Γιατί κανονικά αποφεύγω τέτοιες θέσεις. Κάτι μέσα μου σιγομουρμουρίζει ότι αυτές είναι για ανθρώπους που έχουν διαπρέψει – στο σύστημα, στη δικτύωση, την αυτοπροβολή. Πράγματα που φωνάζουν ψεύτικα και ξένα.
Αλλά έλα που έτυχε να δω στην πρώτη θέση τον φίλο μου τον Τάκη. Τον Τάκη, που τιμάται ταυτόχρονα από το σύστημα και από το κίνημα. Μου έκανε νόημα: «Κάτσε, να μιλήσουμε για κάτι σοβαρό». Και κάθισα. Μέχρι που ήρθε ο εκτελών χρέη ταξιθέτη της διοργάνωσης.
Ρώτησα αν πρέπει να φύγω, με την ελπίδα να μου απαντήσει καταφατικά. «Όχι, όχι. Μείνε. Κρατάμε δύο τρεις θέσεις πάντα για υψηλά πρόσωπα που τελικά δεν έρχονται. Όλο και κάποιος αντιδήμαρχος θα ξεμείνει».
Και έτσι έγινε. Ο ένας μετά τον άλλον κατέφταναν με κάτι κοστούμια που θύμιζαν βαφτίσια. Κι εγώ, στη μέση, ζάρωσα ανάμεσά τους για να μη δίνω στόχο. Η παρουσίαση κύλησε ομαλά. Και, όπως κάνω πάντα, την κοπάνησα διακριτικά στο τέλος. Σαν σκιά. Χωρίς εντάσεις. Μέχρι το βράδυ. Το βράδυ, στα social media, η εικόνα μου πρώτη μούρη!
Αλλά με δύο μούρες! Η δεξιά πλευρά του προσώπου μου ήταν κάτι μεταξύ γοργόνας και τέρατος του Λοχ Νες. Το μάτι ήταν στο σχήμα αυγού παρεκτοπισμένο κοντά στο αυτί, το στόμα χυμένο προς τα κάτω, ένα χαμόγελο σαν τα Ορκ του Τόλκιν. Τρόμαξα. Έκανα ζουμ στη φωτογραφία. Ξανά ζουμ. Τα ίδια. Μήπως είμαι έτσι; αναρωτήθηκα.
Έτρεξα στον καθρέφτη. Μου φάνηκα κανονική, αλλά κάπου είχα αμφιβολία ότι ο καθρέφτης δεν λέει πάντα την αλήθεια. Η εικόνα όμως είναι τεχνολογία – άλλο πράγμα, πιο εξελιγμένο.
Άρχισα να τραβάω selfie. Με βλέμμα ορθάνοιχτο, με φλας, χωρίς φλας, με πόζα, χωρίς πόζα. Κάτι δεν είχα αντιληφθεί σωστά. Συνέχιζα τον πανικό μου χωρίς να ξυπνάω στη σωστή πλευρά της ιστορίας.