Το ημερολόγιο μετρούσε την επόμενη μέρα αλλά ακόμη διασκεδάζαμε τις γιορτές των φίλων μας, μέρα του Ευαγγελισμού. Επιστρέφοντας από το Κατάκολο, βλέπαμε εκστασιασμένοι ένα φεγγάρι κυκλωμένο με άσπρο στεφάνι και είπαμε «ένα ποτό ακόμη» στο αγαπημένο μας μπαράκι. Τίποτε δεν προμηνούσε τον σεισμό που ερχόταν.
Γύριζα σπίτι. Ένα αστικό διώροφο του 1880. Στο ισόγειο το οικογενειακό βενζινάδικο και πίσω –στην παλιά αποθήκη– το ανακατασκευασμένο στούντιο όπου έμενα. Στον πρώτο όροφο κατοικούσαν η μαμά μου και ο αδελφός μου. Στην αυλή ο κήπος με τις μπουκαμβίλιες, τις τριανταφυλλιές, τα οπωροφόρα δέντρα. Αλλά και με τις γάτες και τον Ρόκυ, το λυκοσκυλάκι μας. Ο Ρόκυ αλυχτούσε, ενώ ο Ψίνος –ο αλητάκος κουφός άσπρος γατούλης μου που ένιωθε μόνο τους παλμούς από τις χορδές της κιθάρας μου– περίμενε στην πόρτα να μπει μέσα.
Σηκώθηκα το πρωί, πήγα στο αρχιτεκτονικό γραφείο που δούλευα τότε και γύρισα για το μεσημεριανό διάλειμμα. Ενώ έπλενα τα χέρια μου στο μπάνιο, ένιωσα τον πρώτο μεγάλο σεισμό. Η πόρτα δεν άνοιγε. Σοβάδες έπεφταν στο κεφάλι μου και βίωνα τον τρόμο. Όταν σταμάτησε, βγήκα από το μπάνιο, άνοιξα την ενδιάμεση πόρτα και αλαφιασμένη πήγα στη μαμά μου, στο βενζινάδικο.
Τότε τηλεφώνησε ο αδελφός μου από το μαγαζί του. Μου είπε να ανέβω πάνω να ελέγξω ως μηχανικός. Ήταν η προτελευταία φορά που ανέβηκα. Μπήκα από την πόρτα της κουζίνας – προσθήκη γύρω στο 1930. Οι τσατουμάδες είχαν πάρει κλίση όπως και τα κασώματα στις πόρτες. Η εξωτερική πετρόχτιστη τοιχοποιία δεν είχε πληγεί αφού το κτίριο είχε θωρακιστεί με περιμετρικό σενάζ μετά τους σεισμούς του 1965. Μωρό ανέβαινα, μπουσουλώντας, τη μαρμάρινη σκάλα για να δω τους μαστόρους – μάλλον γι’ αυτό έγινα μηχανικός.
Ώσπου ήρθε η δεύτερη δόνηση. Με τη μαμά μου τρέξαμε έξω από το βενζινάδικο, στο πλάτωμα της μάντρας του σιδηροδρομικού σταθμού. Άναψα ένα Καμελάκι και ξαφνικά όλα έγιναν ασπρόμαυρα.