Δυσκολεύομαι να συνειδητοποιήσω πως η πρώτη έκθεση Εν αιθρία διοργανώθηκε μόλις το 2003. Η δυσκολία αυτή και η χρήση της λέξης «μόλις» δεν πηγάζει από τη χρονική απόσταση. Αλλά από το ό,τι πήρε σάρκα και οστά σε έναν κόσμο πολύ διαφορετικό από τον σημερινό.
Καταρχάς ο πανέμορφος χώρος της Ένωσης Πτυχιούχων Σχολής Καλών Τεχνών (ΕΠΑΣΚΤ), που φιλοξένησε τις τρεις πρώτες εκθέσεις, δεν υπάρχει πια. Τελευταία φορά που πέρασα υπήρχε μια ξεβαμμένη εκτύπωση στην πόρτα που έγραφε «Μουσείο Νέας Ελληνικής Τέχνης». Ο χώρος κλειστός και φανερά παραδομένος στον χρόνο. Είμαι σίγουρος πως πολλοί –και όχι μόνο οι «καλοτεχνίτες»– αναπολούν ακόμη εκείνο τον υπέροχο χώρο και το καφέ στην αυλή του.
Τότε ακόμη δεν υπήρχε η κυριαρχία των social. Για να διαφημιστεί μια έκθεση έπρεπε να σταλούν αρκετό καιρό πριν δελτία Τύπου σε εφημερίδες και έντυπα. Εκείνη την εποχή κυριαρχούσε η τρέλα των επερχόμενων Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Μια –αφελής όπως αποδείχτηκε– αισιοδοξία για το μέλλον ήταν διάχυτη στους περισσότερους.
Η ελληνική σκηνή των κόμικς δεν ήταν φυσικά τόσο οργανωμένη όσο σήμερα. Δεν υπήρχαν τα μεγάλα φεστιβάλ που συγκεντρώνουν χιλιάδες κόσμο, με μοναδική εξαίρεση το φεστιβάλ της Βαβέλ. Δεν ήταν επίσης τόσο εύκολο όσο σήμερα για τους δημιουργούς να αυτο-εκδίδουν το έργο τους.
Σε μια τέτοια πραγματικότητα, στα τέλη του 2002 με αρχές του 2003, είχα την ιδέα να συγκεντρωθούμε δημιουργοί κόμικς, αλλά και εικονογράφοι, για να εκθέσουμε τη δουλειά μας. Όντας ήδη μέλος της ΕΠΑΣΚΤ –και αργότερα πρόεδρός της–, η οποία ήδη φιλοξενούσε υψηλού επιπέδου εκθέσεις ζωγραφικής και γλυπτικής, είχα λύσει εξαρχής ένα μεγάλο πρόβλημα: την εξεύρεση κατάλληλου χώρου.
Τότε δεν φανταζόμουν πως 20 χρόνια μετά η έκθεση Εν αιθρία θα συνεχιζόταν με εκατοντάδες δημιουργούς να έχουν συμμετάσχει μες στα χρόνια. Μάλιστα η αρχή ήταν μάλλον φτωχική, μιας και συμμετείχαν μόλις 21 δημιουργοί.