Πώς πεθαίνει ένας άντρας;
Κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο, που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον.
Γ. Σεφέρης, Η τελευταία μέρα, Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄, 1939
Ο Σπύρος Φυτράκης ανήκει σε αυτή την κατηγορία των ανθρώπων που είναι αδύνατο να τους ξεχάσεις αν τους έχεις γνωρίσει. Χαρισματικός εντός και εκτός δικαστικών αιθουσών και ανακριτικών γραφείων, με ιδιαίτερο εκτόπισμα στο ακροατήριο, υπερταλαντούχος.
Συνδύαζε μοναδικά ευφυΐα και σεμνότητα, αυτοπεποίθηση και αθωότητα, χιούμορ και σοβαρότητα. Αυθεντικός και πηγαίος, σε μαγνήτιζε και σε κέρδιζε αμέσως. Μπορούσε να κινείται με χαρακτηριστική άνεση παντού, χωρίς όμως να ταλαντεύεται ούτε να υποχωρεί. Μέχρι και ο πατήρ Μητσοτάκης έσπευσε να τον γνωρίσει στο Μαράθι, μες στη θάλασσα, και μιλούσε, λέει, μαζί του επί μία ώρα.
Για όσους γνωρίσαμε τον Σπύρο Φυτράκη έστω για λίγο ή συνεργαστήκαμε μαζί του σε υποθέσεις οι στιγμές ήταν μαγικές. Για μένα μαγικές, γιατί ήταν από εκείνους που σε άφηναν στ’ αλήθεια να τους γνωρίσεις, που παραχωρούσαν έναν αδιόρατο χώρο όπου μπορούσες να αισθανθείς βολικά, ζεστά, άνετα, να γελάσεις, να θαυμάσεις, να διδαχθείς και μέσα σε όλο αυτό να νιώθεις ισότιμα και συντροφικά.
Το ουδείς αναντικατάστατος δεν είναι δόγμα. Και δεν ισχύει για τον Σπύρο Φυτράκη. Ήταν εντελώς σπάνια η σπουδαία μορφή του, το καλούπι του έσπασε και δεν φαίνεται ότι θα ξαναϋπάρξει.
Φεύγοντας παίρνει μαζί του και μια ολόκληρη εποχή, στα απόνερα έστω της οποίας προλάβαμε πολλοί από εμάς να ακροπατήσουμε.
Ο Σπύρος Φυτράκης δεν μένει μόνο αξέχαστος κυριολεκτικά, αλλά αισθάνομαι ότι παραμένει μέσα μας με έναν τρόπο σαν να τον περιέχουμε.