Πριν από χρόνια δικαζόταν στο Συμβούλιο της Επικρατείας υπόθεση που χειριζόμουν. Φτάνοντας από το αεροδρόμιο το βράδυ της παραμονής στον σταθμό του Συντάγματος, ξεκίνησα πεζός για το ξενοδοχείο μου. Βρισκόταν πίσω από το Πολυτεχνείο, στην οδό Μπουμπουλίνας.
Μου άρεσε όταν ήμουν μόνος στην Αθήνα, βαδίζοντας, να ακούω μουσική με ακουστικά. Είχα και κόλλημα τότε με το Neighborhood#1 (Tunnels) των Arcade Fire. Το άκουγα επαναλαμβανόμενα.
Φτάνοντας στην πλατεία Κάνιγγος, πρόσεξα ότι δεν υπήρχαν άλλοι περαστικοί. Εν τούτοις συνέχισα να βαδίζω αμέριμνος. Στη συμβολή Μπόταση με Στουρνάρη παρατήρησα μια μικρή παρέα νεαρών. Καθόταν κατάχαμα στο πεζοδρόμιο.
Ατάραχος συνέχισα. Πριν κάνω μερικά βήματα, ένας από την παρέα σηκώθηκε και με γοργό βήμα με πλησίασε. Διακόπτοντας την αφελή αμεριμνησία μου, ζήτησε να του δώσω χρήματα.
Έβγαλα τα ακουστικά, αρνήθηκα και συνέχισα επιταχύνοντας. Τότε αντιλήφθηκα ότι έρχονταν από πίσω μου άλλοι δύο με καλυμμένα πρόσωπα. Με πρόφτασαν. Οι τρεις τους με στρίμωξαν στον τοίχο απέναντι από τον περίβολο του Πολυτεχνείου, ζητώντας μου επιτακτικά χρήματα.
Για να με πειθαναγκάσουν, ο ένας έβγαλε από την τσέπη του ένα πιστόλι. Τα πράγματα σοβάρεψαν και «πιστολιού» πειθόμενος, έβγαλα και τους έδωσα το μοναδικό πενηντάευρω που είχα πάνω μου.
Δεν τους αρκούσε. Λέει ο ένας «ψέματα λέει ο μαλάκας». Ζητάνε το τηλέφωνο και το ρολόι μου. Ενστικτωδώς, με την άκρη του ματιού, κοίταξα πως η είσοδος του ξενοδοχείου βρισκόταν περίπου στα έξι μέτρα. Σκέφτηκα –«ηρωϊκά» ενεργώντας– να τους απωθήσω και να τρέξω στο ξενοδοχείο.
Τη στιγμή εκείνη από τη γωνία Μπουμπουλίνας και Τοσίτσα εμφανίστηκε ένα δίκυκλο με δύο αναβάτες. Μόλις το είδαν με άφησαν σώο και κατά 50 ευρώ ελαφρύτερο. Έτρεξα στο ξενοδοχείο. Μόλις μπήκα, μπήκαν και οι δύο αναβάτες του δίκυκλου, που αποδείχτηκε ότι ήταν αστυνομικοί με πολιτικά.
Είδαν ότι με είχαν στριμώξει οι νεαροί στον τοίχο και μου ζήτησαν να τους περιγράψω τι είχε συμβεί.