Το μικρό σπίτι στην Ύδρα με τον μεγάλο κήπο είχε ελιές, αμυγδαλιές, έναν κάκτο ψηλό σαν κυπαρίσσι από τον οποίο άνθιζε ένα εξαιρετικής ομορφιάς λουλούδι και ένα γιασεμί απλωμένο στον μαντρότοιχο. Τα ξαδέλφια μαζευόμασταν τα Σαββατοκύριακα εκεί και κοιμόμασταν με τη γιαγιά μας στρωματσάδα ή σε ντιβάνια.
Ο παππούς ασβέστωνε το σπίτι και έψηνε στον ξυλόφουρνο στην αυλή. Μια λευκή κούνια φερ-φορζέ με θέα το λιμάνι μας υποδεχόταν στον κήπο. Όμως ο μικρός αυτός παράδεισος δεν μας ανήκε πια.
Τον Ιούλιο του 1990 ο πατέρας μου Κωνσταντίνος, καλλιτέχνης στην καρδιά και την ψυχή, αναγκάστηκε να πουλήσει το μητρικό του σπίτι στην Ύδρα, στην περιοχή Κιάφα. Με πόνο καρδιάς το αποχωρίστηκε. Πουλήθηκε μες στις δύο πρώτες εβδομάδες από τη στιγμή που μπήκε η αγγελία πώλησης. Ένα ζευγάρι αρχιτεκτόνων ήταν οι νέοι ιδιοκτήτες.
Τα χρέη ξεπληρώθηκαν αλλά η καρδιά του μπαμπά είχε ηττηθεί. Μετακομίσαμε στην πλατεία Αμερικής και επισκεπτόμασταν την Ύδρα μόνο τα καλοκαίρια.
Το 2021 πήρα τη μεγάλη απόφαση: μετακόμισα με την κόρη μου από την Αθήνα στο νησί. Όμως η ενοικίαση ή η αγορά σπιτιού από Υδραίο μοιάζει αδύνατη καθώς τα περισσότερα πωλούνται πανάκριβα σε ξένους αγοραστές.
Τι είχε γίνει όμως 31 χρόνια μετά το σπίτι της Κιάφας; Γιατί ποτέ δεν είδαμε ξανά τους ιδιοκτήτες του; Τον χειμώνα του 2022 έπεσε η σκεπή του· περνούσα απέξω και το έβλεπα να ρημάζει.
Ο πατέρας μου με εκλιπαρούσε, εφόσον έψαχνα για σπίτι, να τηλεφωνήσω στην ιδιοκτήτρια. «Όχι!» του έλεγα με επιμονή. «Είναι ψηλά, πώς θα πηγαίνει το παιδί στο σχολείο; Είναι ερείπιο, είναι μικρό…». «Άκουσέ με» μου έλεγε, «θα το φτιάξεις σιγά σιγά».
Ένα πρωινό με παίρνει τηλέφωνο και ο άνθρωπος που ποτέ δεν είχε γκρινιάξει για την υγεία του μου είπε: «Παιδί μου, δεν νιώθω καλά».