Κάποιες ημέρες του χρόνου είναι τυπωμένες στη μνήμη μας για πράγματα, έθιμα, συνήθειες από τα παιδικά μας χρόνια. Για μένα μια τέτοια ημέρα είναι η Μεγάλη Παρασκευή.
Την ημέρα αυτή γίνονταν στο χωριό μου, ένα χωριό της θεσπρωτικής πεδιάδας, το στόλισμα του Eπιτάφιου, όπως σε όλα τα χωριά και τις πόλεις της χώρας. Όμως αυτό δεν ήταν από μόνο του αρκετό. Οι πασχαλιές και οι βιολέτες, κατεξοχήν λουλούδια της Λαμπρής, όπως και τα τριαντάφυλλα, τα γαρίφαλα, τα κρίνα και άλλα λουλούδια δεν έλειπαν και από τον δικό μας Επιτάφιο, προσφέροντας χρώματα και μυρωδιές στη μικρή μας εκκλησία. Όμως…
Όμως στον δικό μας Επιτάφιο χρειαζόταν κάτι ακόμη. Έπρεπε να στολιστεί και με κάτι ξεχωριστό. Κάτι ταπεινό μεν στην όψη, έντονα ευχάριστο δε στην οσμή. Κάτι που δεν φύτρωνε στις αυλές, στους κήπους και στις γλάστρες του χωριού.
Τα δεκάχρονα πάνω κάτω παιδιά του χωριού ξυπνούσαμε νωρίς αυτή την ημέρα. Και τραβάγαμε σιαπάνω, στο βουνό. Περνούσαμε από τη Σκουμπ – Πλιάκα, τη Σκάλα Μικρή και τη Σκάλα Μεγάλη και φτάναμε στο Τσιούχτι, την κορυφή του βουνού. Εκεί, δίπλα στο παλιό καμένο ξωκκλήσι του προφήτη Ηλία, εκτός από το χορτάρι, τη ρίγανη και τις σκάρπες, φύτρωνε και ο αμάραντος.
Όχι τίποτε αποξηραμένα άνθη τύπου gompherna globosa –μην παρεξηγηθώ–, αλλά ο ένας και μοναδικός αμάραντος, που όπως λέει και το παραδοσιακό άσμα «Φυτρώνει μες στα δίκορφα, στις πέτρες στα λιθάρια. Ποτέ του δε ποτίζεται και δε κορφολογιέται. Τον τρών’ τα λάφια και ψοφούν, τ’ αγρίμια κι ημερεύουν».