Μας μεταφέρουν στο «σπουδαστικό» της ασφάλειας, πάνω από τον σημερινό κινηματογράφο Γαλαξία στους Αμπελόκηπους. Δεν ήταν η πρώτη φορά που πέρναγα την πόρτα του – με είχαν καλέσει πριν από κάποιους μήνες «διά υπόθεσίν μου» και μια άλλη φορά με είχε συλλάβει και με πήγε εκεί ο Βασιλακόπουλος, ο ασφαλίτης αρχιεπόπτης του Πολυτεχνείου, όταν με είδε να συζητάω με τον «σεσημασμένο» αείμνηστο συναγωνιστή Κυριάκο Σταμέλο.
Μου παίρνουν ζώνη, κορδόνια και ό,τι είχα στις τσέπες μου και με χώνουν σε ένα κελί δύο επί ένα. Κάθομαι κατάχαμα και σκέφτομαι ότι αν με βασανίσουν θα δαγκώσω τη γλώσσα μου. Το έχω πάρει απόφαση. Θα με δικάσουν και θα με φυλακίσουν ή θα με στείλουν στη Γυάρο. Σκέφτομαι κάποιες ασκήσεις του εργαστηρίου φυσικοχημείας του Σκουλικίδη ή σιγοτραγουδάω κάποιο τραγούδι του Μίκη.
Κάθε λίγο ανοίγει το παραθυράκι και βλέπω το μάτι του ένστολου φρουρού. Περνάνε 13 ώρες. Γύρω στις δύο τα ξημερώματα ανοίγει η πόρτα, με φέρνουν μπροστά σε ένα γραφείο, μου δίνουν τα πράγματά μου και με διώχνουν. Απορώ και δεν το πιστεύω.
Την άλλη μέρα είχε τα ονόματά μας, των συλληφθέντων φοιτητών, το «Βήμα». Τα ξένα πρακτορεία είχαν μεταδώσει τις συλλήψεις και χάλαγε έτσι η βιτρίνα του «εκδημοκρατισμού» που ήθελε ο Παπαδόπουλος να «περάσει» με τις κατευθυνόμενες εκλογές.
Μόλις βγήκα από το «σπουδαστικό» της ασφάλειας πήρα ένα ταξί και γύρισα στο σπίτι μου στη Νίκαια.
Η μάνα μου, που είχε μάθει τι έγινε, είχε κινητοποιήσει συγγενείς και φίλους και μπαίνοντας στο σπίτι έπεσα σε «οικογενειακό συμβούλιο». Η μάνα μου αντέδρασε: «Θα χάσεις το μέλλον σου».
«Ποιο μέλλον μου, ρε μάνα; Μέλλον με τη χούντα δεν υπάρχει». Δεν ήξερε η καημένη ότι την περίμεναν και άλλες περιπέτειες, πριν και μετά τα γεγονότα του Νοέμβρη του ’73.