Μου ζητήθηκε να μιλήσω για σένα, δάσκαλέ μου, Γιάννη Μαρκαντωνάκη. Να μιλήσω για σένα, φίλε μου, Γιάννη Μαρκαντωνάκη. Αυτονόητο και ανακουφιστικό το ναι, αφού πάντα θα μιλάω για σένα, παρόλο που μου είναι αδιανόητη η αιτία.
Τα τελευταία τριάντα οχτώ χρόνια, από κοντά ή από μακριά, ήσουν εδώ για να με συμβουλέψεις, να με ενθαρρύνεις, να μου προτείνεις, να με εμπνεύσεις, να με επιβραβεύσεις, να μου αποδώσεις χαρακτηρισμούς και αξία που δεν ξέρω αν τους αξίζω.
Στα δεκατέσσερά μου χρόνια κατέβηκα πρώτη φορά μαζί με την αδελφή μου Αναστασία τη σκάλα που οδηγούσε στο εργαστήρι σχεδίου που διατηρούσες τότε. Ήρθαμε να μας διδάξεις σχέδιο για τις εισαγωγικές εξετάσεις στη Σχολή Καλών Τεχνών. Εκεί ξεκίνησε για μένα η καταβύθιση στον κόσμο της σύγχρονης τέχνης.
Το ήσυχο ρομαντικό κοριτσάκι που έβλεπε σχήματα στα σύννεφα από το μπαλκόνι του και τα ζωγράφιζε –αυτό που κατά βάθος παραμένω ακόμη– βρέθηκε έκπληκτο στο φυσικό περιβάλλον ενός πληθωρικού σύγχρονου καλλιτέχνη με τις ανατρεπτικές, τρικυμιώδεις, σπλαχνικές, βαθιά νοητικές αναζητήσεις του.
Έμαθα σχέδιο μαζί σου, αλλά έμαθα κι εμένα. Έμαθα να ζω καλλιτεχνικά και να ζω στο έπακρο με ειλικρίνεια και πάθος. Θυμάμαι, μου είχες πει: «Λαμπρινή, έχεις λάμψη και θα βρεθούν κάποιοι να σε πολεμήσουν. Εσύ να συνεχίσεις τον δρόμο σου με αξιοπρέπεια». Μου έμαθες να μην το βάζω κάτω.
Την τελευταία φορά που σε είδα ήρθα ξαφνικά χωρίς προειδοποίηση. Ήσουν ξαπλωμένος στον καναπέ και βλέπατε με την αγαπημένη σου Ζωή την ταινία Μεταμόρφωση, που γύρισε πρόσφατα για σένα ο Κωνσταντίνος Αθουσάκης. Ήπια έναν ελληνικό καφέ. Κάποια στιγμή ανασηκώθηκες και είπες στη Ζωή: «Αχ, Ζωή, φτιάξε μου κι εμένα ένα καφεδάκι που τον ζήλεψα». Έτσι ήσουν. Δεν το έβαζες κάτω ποτέ.