28η Οκτωβρίου σήμερα. Καλή μέρα για να γεννήσουμε». Η φωνή του γυναικολόγου μου αντήχησε σαν ο πρώτος πυροβολισμός του ’40. Από τον πέμπτο μήνα είχα διαγνωστεί με προεκλαμψία – υψηλή πίεση, πρωτεΐνη στα ούρα, κίνδυνος για μένα και το μωρό. Η μόνη «θεραπεία»: ο τοκετός. Επτάμισι μήνες ζούσα με τον φόβο. Κάθε υπέρηχος έμοιαζε με αναμέτρηση ζωής. Ανακουφιζόμουν μόνο όταν ο γιατρός χαμογελούσε: «Το μωρό κινείται. Λιποβαρές. Αλλά άκου την καρδιά του».
Εκείνο το «ντουπ, ντουπ, ντουπ» μπορεί να είναι υπέροχος ήχος στα αυτιά μιας εγκύου, όμως για μένα ήταν μια αγωνία και μισή. Θα το ακούσω και αύριο; Πολλές φορές έβαζα τον Berlioz στην κοιλιά μου και αμέσως το έμβρυο κουνιόταν. «Ορίστε, ο γάτος κάνει υπέρηχο. Δεν χρειάζεται να έρχεσαι συνέχεια σ’ εμένα» έλεγε ο γιατρός μου. Εκείνη την 28η Οκτωβρίου το μωρό δεν έδειξε καμία αντίδραση στο άγγιγμα του γάτου.
Έτσι βρέθηκα στον γυναικολόγο μου και δύο ώρες μετά ήμουν σε μια αίθουσα του μαιευτηρίου να περιμένω τη Νίκη, τη γιατρό που θα έφερνε στον κόσμο το μωρό. «Δεν μου λες, θα με τρελάνεις; Πας στον Πέτρο και το μωρό δεν κουνιέται. Έρχεσαι εδώ και οι εξετάσεις σου είναι άριστες» είπε κουνώντας με το πόδι της χαλαρά το κρεβάτι στο οποίο ήμουν ακινητοποιημένη από την επισκληρίδιο.
Έκανε νόημα στους νοσοκόμους να με πάνε στο χειρουργείο. Λίγη ώρα μετά την έβλεπα πίσω από ένα πράσινο πανί και ένιωθα ένα απαίσιο τράβηγμα. «Η Νίκη είναι η πιο γρήγορη στο χειρουργείο» άκουσα μια νοσοκόμα να λέει. Ευτυχώς γιατί ο φόβος μου είχε κτυπήσει κόκκινο.
«Ουάου! Είναι μικρό» είπε ο αναισθησιολόγος. Δεν πρόλαβα να σκεφτώ τίποτε άλλο και είδα δίπλα στο πρόσωπό μου μια βρόμικη φατσούλα με δύο τεράστια μάτια να με κοιτάνε. «1.300 γραμμάρια. Να τη χαίρεσαι». Τρομακτικό είναι τούτο σκέφτηκα.




