Ο πατέρας μου ήταν ο ήλιος. Φωτεινός, τρυφερός, δοτικός. Είχε μια καλοσύνη. Ήταν ο ήλιος που προσφέρει. Χωρίς ωστόσο να μιλάει πολύ. Η μάνα μου, η Γαβριέλλα Σίμωσι, ήταν η σελήνη. Ποιητική, εσωτερική, πνευματική και με χιούμορ. Και οι δυο τους άστρα, αλλά με εντελώς διαφορετικό φως. Διάβαζε πολύ ποίηση και φιλοσοφία. Έγραφε. Ό,τι έλεγε είχε κάτι ποιητικό.
Ο Γιάννης ήταν έξω, με τους ανθρώπους. Εξάλλου το έργο τους το αποδεικνύει αυτό. Ο Γιάννης εξέφραζε την κοινωνία, τον σημερινό άνθρωπο. Μας δίνει μια εικόνα του εαυτού μας. Η μάνα από την άλλη εκφράζει τα συναισθήματα. Ακουμπούσε πιο πολύ τα αισθήματα των ανθρώπων.
Ο Γιάννης αναφερόταν πιο πολύ στη σχέση μας με την κοινωνία, τη φύση, την πολιτική. Είχαν διαφορετικές οπτικές. Αλλά αυτά δεν είναι τα δυο δικά μας κομμάτια ως άνθρωποι; Δεν έχουμε μόνο αισθήματα αλλά είμαστε και πολιτικά ζώα μες στην κοινωνία.
Δύο συμβάντα θυμάμαι με τους γονείς μου που είναι αντιπροσωπευτικά της προσωπικότητάς τους. Ήμασταν με τον πατέρα μου στην παραλία στη Νιο. Εγώ πολύ μικρή. Είχαν έρθει κάποιοι φίλοι. Όταν βγήκαμε από τη θάλασσα, η μητέρα της φίλης μου της έδωσε πετσέτα να σκουπιστεί. Ζήτησα κι εγώ από τον πατέρα μου και μου είπε: «Μα εσύ, κόρη μου, δεν έχεις ανάγκη από πετσέτα. Έχεις όλη την παραλία να απλωθείς, να τυλιχτείς». Και άρχισα να κυλιέμαι στην άμμο. Μου έμαθε την ελευθερία με αυτό τον τρόπο· δεν είναι ελευθερία αυτό; Αυτό ήταν ο Γαΐτης. Αισθησιακός, ελεύθερος, ερωτικός.
Και κάτι άλλο σημαντικό μου έμαθε. Παρέμενε ο ίδιος άνθρωπος όταν μιλούσε με ανθρώπους διαφορετικών κοινωνικών τάξεων. Με την ίδια ευγένεια και σεβασμό. Αυτό ακολουθώ κι εγώ. Μια απλότητα στις σχέσεις.