Τι θα το κάνουμε τόσο παρελθόν; Δεν χωρά πια πουθενά να το στοιβάξεις, να το κρατήσεις για μια δύσκολη ώρα. Για μια ώρα στο μέλλον όταν θα έχουν χαθεί οι αγαπημένοι μας ή εκείνοι που θα είχαμε αγαπήσει αν. Ή για ένα βράδυ που θα συναντήσουμε συγγενείς τρίτης γενιάς, άγνωστους σ’ εμάς που όμως θα κρατούν φθαρμένες ασπρόμαυρες φωτογραφίες κοινών προγόνων να ποζάρουν με τα καλά τους ρούχα δίπλα σε γύψινους κίονες και υφασμάτινα φυτά.
Θα μας βρουν με βαμμένα μαλλιά και ρυτίδες στα μάτια και τις άκρες των χειλιών κρεμασμένες από λόγια κρεμάμενα, τη γλώσσα πληγωμένη από πίκρες, το δέρμα με στραγγισμένη την προσμονή για κάτι που δεν, που… που δεν είχαμε λέξεις να περιγράψουμε, τόσο βαθύ, τόσο δυνατό, πώς να το πω πώς… μας ξεπερνούσε.
Θα ξεχάσουμε, φοβάμαι, όλες αυτές τις αναμνήσεις που στριμώχνουμε στα μικρά μας συρτάρια. Μαγκώνουν, δες, δεν κλείνουν. Θέλουν επισκευή, αλλαγή, χώρο, θέλουμε χώρο· μήπως όλα να αδειάσουν και να φύγουμε; Να μηδενίσουμε τις εναποθέσεις, να τις καταργήσουμε, να τις βάλουμε αν θες, αν ακόμη βαραίνουν πολύτιμες, στο υπόγειο.