Τη συνάντησα στην είσοδο του νεολιθικού οικισμού της Χοιροκοιτίας. Ο φύλακας τη χαιρέτισε εγκάρδια. Γνωρίζονταν χρόνια. Ανεβήκαμε μαζί τον λόφο, έναν μεγάλης έκτασης αρχαιολογικό χώρο.
Εκείνη με βάδισμα ταχύ, που ήξερε πού πατούσε, πέτρα την πέτρα. Για να μη χάσω λέξη από τη σπουδαία ξενάγηση, εγώ από πίσω της λαχανιασμένη την ακολουθώ. Έτσι πληρώνεται η καθιστική ζωή σκέφτηκα.
Καταλήξαμε στο σπίτι της, λίγο πιο κάτω, στο χωριό της Χοιροκοιτίας. Είχε φτιάξει για να φάμε τερίν σολομού, συνταγή από τις Άλπεις από όπου κατάγεται. Κατέφτασε η κόρη της, η Μαρί, καθηγήτρια γαλλικών σε κυπριακό σχολείο. Από τριών μηνών την έφερναν μαζί τους στην Κύπρο, μαθαίνω.
«Το παιδί πρώτα μίλησε κυπριακά και μετά γαλλικά. Αργότερα μας έκανε και τη διερμηνέα. Τη μεγάλωναν οι χωριανές της Χοιροκοιτίας, ενώ εγώ και ο Αλάν δουλεύαμε στις ανασκαφές». Στον λαιμό της Μαρί κρεμόταν ένα μενταγιόν με το σχήμα της Κύπρου. «Δεν το βγάζω ποτέ» μου είπε.
Δώσαμε ραντεβού μερικές μέρες αργότερα. Νωρίς το πρωί επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητό μου. Είχαμε τέσσερις ώρες δρόμο μέχρι το βορειοανατολικότερο σημείο της Κύπρου.
Κάναμε άλλες δυο στάσεις για να πάρουμε τον Γιώργο από τη Λευκωσία και την Μπεράν μετά το οδόφραγμα του Αγίου Δομετίου. Όλοι μαζί ξεκινήσαμε για την Καρπασία. Ευθύς οικειότητα μεταξύ μας.
Στην είσοδο της Καρπασίας ξεκινούσε ένα μυθικό ταξίδι. Ήτανε Μάιος, μια λαμπερή μέρα. Η φύση οργίαζε, ντυμένη με τα καλύτερά της χρώματα. Περάσαμε μέσα από το Ριζοκάρπασο. «Εδώ» μας λέει, «μέναμε τα τελευταία χρόνια πριν από την εισβολή. Η αποστολή είχε μεγαλώσει και δεν μπορούσαμε να μένουμε πια στο μοναστήρι».
Από ένα σημείο του παραθαλάσσιου δρόμου μας έδειξε τα «μανιτάρια» της. Κάποιους βράχους σε σχήμα μανιταριού που είχαν αντέξει ίδια εκεί από τότε μες στη θάλασσα της Καρπασίας. Τίποτε δεν είχαν νιώσει από την ταραχή. Περνώντας μέσα από το μοναστήρι, τα γαϊδουράκια μας έκοψαν τον δρόμο.