Είμαι μια άθεη που κοιτά έναν άγγελο στα μάτια κάθε πρωί, πριν ξεκινήσω τη μέρα μου. Ή μάλλον αγνωστικίστρια. Επιτρέπω στον εαυτό μου να αμφιβάλλει για τα όρια μεταξύ άσπρου και μαύρου. Στην ηλικία μου, αν δεν το έκανα, δεν θα μπορούσα να κοιτάξω κανέναν στα μάτια.
Ο άγγελος έχει δεχτεί τις ερμηνείες τρίτων για το ποιος είναι και τι άλλο θα μπορούσε να ήταν. Μια φτερωτή Νίκη; Προέρχεται, βλέπετε, από μια εποχή όπου το παλιό και το καινούργιο, όσο κι αν αντιπαλεύονταν μεταξύ τους, τα ίδια σύμβολα χρησιμοποιούσαν.
Όχι όμως ο ίδιος άγγελος που κοιτώ κάθε πρωί. Το πρότυπό του. Εκείνο που στέκεται σε μια κλίμακα ψηλότερη από την ανθρώπινη. Πάνω σε έναν θόλο, στη Ροτόντα της Θεσσαλονίκης. Τον κοιτάς από απόσταση, σηκώνοντας το κεφάλι ψηλά, αλλά ίσως δεν τον εντοπίζεις. Γιατί είναι κομμάτι ενός συνόλου.
Όμως ο δικός μου άγγελος είναι αντίγραφο. Ακριβές. Τον έφτιαξαν όσοι φρόντισαν πως τα πετραδάκια του πρωτότυπου δεν θα χαθούν μετά τη φυσική καταστροφή, τον σεισμό. Έχει μια σειρά αδελφών αντιγράφων του κοντά στον τόπο όπου βρίσκονται και τα πρωτότυπά τους. Στα γραφεία του φορέα που διασφάλισε τη διάσωσή τους.
Ίσως γιατί πέρα από τα πρωτότυπα, η αιωνιότητα και μέσα από τα αντίγραφα διασφαλίζεται – δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που αυτά ανέλαβαν την ευθύνη για τη συνέχεια της μνήμης. Ανήκουν σε όλους μας. Εμείς είμαστε το αφεντικό για το παρόν και το μέλλον τους, αυθεντικών και αντιγράφων. Αυτό τουλάχιστον αναφέρει ο νόμος.
Ο δικός μου άγγελος βρίσκεται μακριά από τους υπόλοιπους γιατί όσοι τον έφτιαξαν δώρισαν ένα επιπλέον αντίγραφο σε εκείνη που τους συντόνισε και τους εμψύχωσε, ώστε να σώσουν καθένα πετραδάκι στη θέση του. Ίσως για τη δική τους εμψύχωση.
Εκείνη κρέμασε το αντίγραφο πάνω από το γραφείο της. Εγώ απλώς αντιπαθούσα τον άγγελο.