Σήμερα, μάνα, θα ’χει μεγάλο πανηγύρι στο χωριό, ε;» ρώτησε ο πατέρας μου τη γιαγιά μου το πρωινό της 6ης Αυγούστου 1986. «Αέρες» απάντησε αυστηρά η γιαγιά Δέσποινα χτυπώντας τα χέρια της στα γόνατά της. «Στο Κατσιδόνι τριάντα χρόνους εδά το πανηγύρι έχει σκολάσει. Πέντε γέροι σαν και μένα ζούνε εδά στο χωριό».
Ο Γιώργος Μαρκάκης ταράχτηκε. Σαν να χτυπήθηκε από κεραυνό. Πώς ήταν δυνατόν αυτό το πανηγύρι που είχε τόσο έντονα ζήσει ως παιδί προπολεμικά να μην υπάρχει πια; Δαγκώθηκε.
Ίσα που ξεστόμισε ένα «χρόνια πολλά, μάνα» και αποσύρθηκε στη σοφίτα, στο «αρχονταρίκι» του όπως έλεγε, εκεί που σκεφτόταν και έγραφε, κοιτώντας από το παραθύρι το γαλάζιο κρητικό πέλαγος.
Δεν τον ξαναείδα παρά τρεις μέρες μετά. Κατέβηκε την εξωτερική γυριστή σιδερένια σκάλα κρατώντας πιάτα με αποφάγια και κάμποσα χαρτιά. «Φώναξε τη γιαγιά σου» μου είπε χαμογελώντας. Θυμάμαι με πόση συγκίνηση μας διάβαζε στην ανοιχτή βεράντα το χρονικό του πανηγυριού που μόλις είχε ξετελέψει. Όπως πέρυσι, όπως και πάντα έγραφε στον τίτλο και η γιαγιά μου διαρκώς συμπλήρωνε και διόρθωνε τη διήγησή του.
Ο πατέρας μου, παιδάκι που μόλις τέλειωνε τη χρονιά στο δημοτικό σχολείο Σητείας, έπαιρνε το μουλάρι κι ανέβαινε να βρει τον παππού του τον Μηλιωτογιάννη στο ορεινό Κατσιδόνι. Εκεί περνούσε το καλοκαίρι, μες στα χωράφια θέρος και τρύγος, νιότη αθέριστη και ατρύγητη ακόμη από τα βιβλία και τα γράμματα.
Προς το τέλος του καλοκαιριού, στη γιορτή του Σωτήρα «στσ’ έξε τ’ Αυγούστου» ξεκίναγε το πανηγύρι στο Κατσιδόνι. Κρατούσε τρία μερόνυχτα. Στο γλέντι συμμετείχαν όχι μόνο οι χωριανοί, αλλά και οι κοντοχωριανοί από ολάκερη την επαρχία Σητείας.
Καντάδες, μαντινάδες, κοντυλιές, ομπρός μερές (κεφαλή του χορού), χωρατά και ανεστουλουχητά (κλάματα με αναφιλητά), όλα τα είχε καταγράψει η παιδική ψυχή. Και τώρα μια παλίρροια της μνήμης τα ’φερνε ξανά μπροστά μας.