Τη δεκαετία του ’50 στα δημόσια σχολεία παιδιά σαν και μένα με γονείς που «παραθέριζαν» μόνιμα στα ξερονήσια δεν ήταν ευπρόσδεκτα. Η φοίτησή τους εξαρτιόταν από τον διευθυντή και τους εκάστοτε καθηγητές. Με την παραμικρή αφορμή ακολουθούσε τιμωρία ή και αποβολή. Όσο για τους βαθμούς, όλα εξαρτιόνταν από το «υψηλό» φρόνημα του καθηγητή.
Μετά τις τραυματικές εμπειρίες μου στο δημοτικό κατέληξα σε ένα ιδιωτικό σχολείο της Αθήνας. Στην τάξη μου, εκτός από τα πλουσιόπαιδα και κάποιους αλήτες «καλών οικογενειών», ήμασταν ακόμη δυο παιδιά με γονείς στην εξορία: η Μαριάννα και ο Σοφοκλής. Όμως σε αυτό το σχολείο είχαμε και δυο πολύ καλούς καθηγητές. Τον μαθηματικό και τον φιλόλογο: και αυτοί απολυμένοι από κάποιο δημόσιο γυμνάσιο.
Ένα πρωί, στη μέση της σχολικής χρονιάς, ο διευθυντής μάς παρουσίασε την καινούργια μας συμμαθήτρια, τη Ρωξάνη Ταλαγάνη. Ήταν μια λίγο στρουμπουλή, μετρίου αναστήματος κοπέλα, με μακριά κοτσίδα. Mας κοιτούσε ήρεμα, κάπως αφηρημένα φορώντας τη γαλάζια ποδιά του σχολείου. Μετά το πρώτο καλωσόρισμα ο καθηγητής τής είπε να καθίσει στο προτελευταίο θρανίο. Ήταν περίεργη κοπέλα η Ρωξάνη, πολύ διαφορετική από εμάς τα κοριτσόπουλα στη μετα-εφηβεία.
Μας περνούσε μερικά χρόνια· ήταν πάρα πολύ καλή μαθήτρια, προπαντός στα μαθηματικά. Μιλούσε λίγο περίεργα τα ελληνικά, αλλά το απόμακρο ύφος της δεν επέτρεπε κανένα πείραγμα. Φορούσε πάντα τη γαλάζια ποδιά, ακόμη και στις εκδρομές, δεν ερχόταν σε κανένα πάρτι και μια φορά τον μήνα απουσίαζε.