Πολλοί φίλοι μου όταν τους λέω πως η αγάπη μου για το ποδόσφαιρο συναγωνίζεται επικινδύνως την αγάπη μου για την ποίηση, τη μουσική και ίσως εκείνη για τον έρωτα, με κοιτούν περίεργα. Και όμως αυτή είναι η καθαρή αλήθεια.
Το παραπάνω είχα ξαναγράψει σε προηγούμενη ιστορία μου για τον Πελέ, που δημοσιεύτηκε εδώ στην αγαπητή μου ιστοσελίδα. Ισχύει και για το παρόν κείμενο.
Μικρός, στη δεκαετία του ’60, διάβαζα και έκανα τις εργασίες για το σχολείο σε χρόνο ασύλληπτο. Όπως μου είχε υποσχεθεί από την Α΄ δημοτικού ο πιο αγαπημένος μου άνθρωπος στον πλανήτη, ο πατέρας μου, θα ήμουν ελεύθερος να κάνω ό,τι ήθελα. Αφού και μόνο είχα τελειώσει με το διάβασμα. Και φυσικά παρέμενα άριστος στον έλεγχο βαθμολογίας.
Αχίλλειος πτέρνα του πιο αγαπημένου ανθρώπου στον πλανήτη, ήταν ότι δεν πήγαινε στο γήπεδο! Που σήμαινε πως οι δεκάδες φωτογραφίες του Γιώργου Σιδέρη –αποκόμματα εφημερίδων, αφίσες περιοδικών, κάρτες από τσίκλες κ.λπ.–, που έκρυβα κάτω από το κρεβάτι μου, δάκρυζαν κάθε Κυριακή με οίκτο για τον μικρό λάτρη της στρογγυλής θεάς.
Μέχρι που μεγάλωσα και πήγα στο νηπιαγωγείο. Τότε ο πατέρας δέχτηκε να με πηγαίνει στο γήπεδο ο Μανώλης ο φούρναρης, φίλος οικογενειακός. Το πρόβλημα με τον συνονόματο φούρναρη ήταν ότι ήταν βάζελ…, ουπς, παναθηναϊκός. Προσπαθούσε, ακόμη και όταν με κάθιζε πάνω στο τιμόνι του ποδηλάτου του για να πάμε στο γήπεδο Χανίων, να μου κάνει πλύση εγκεφάλου για να αγαπήσω τον Μίμη Δομάζο.
Επί ματαίω, φυσικά! Ο Σιδέρης ήτο αναντικατάστατος θρύλος για μένα, μετά τον δαφνοστεφανωμένο φυσικά!
Όσπου μια μέρα που παρακολουθούσαμε ματς Χανιά – ΟΦΗ. Εγώ, κλασικά, με το τρανζιστοράκι SONY που μου είχε στείλει η αδελφή μου δώρο (με κόκκινη δερμάτινη θήκη) κολλημένο στο αυτί για τη μετάδοση του αγώνα ΠΑΟ – ΟΣΦΠ στην Αθήνα– ακούω ότι σκοράρισε ο Δομάζος.