Ο πατέρας μου Λάμπης Χρονόπουλος γνώρισε τον Φώτη Κόντογλου, με τον οποίο διατήρησε στενή φιλία παρά τη διαφορά ηλικίας, μέσω του Μενέλαου Λουντέμη. Ήξερε την αγάπη του πατέρα μου για το έργο του Κόντογλου και το ότι ήταν γείτονες στη συνοικία Κυπριάδου στα Άνω Πατήσια. Οπότε μια μέρα του 1942 ο Λουντέμης του πρότεινε να τον επισκεφτούν. Εκείνος τον επισκεπτόταν συχνά και τον αγαπούσε. Μολονότι τον ενοχλούσε που είχε γίνει θρησκόληπτος, όπως έλεγε.
Τον βρήκαν στο ισόγειο μιας διώροφης μονοκατοικίας της οδού Αγίας Λαύρας. Συγκατοικούσε με την οικογένεια του ιδιοκτήτη. Είχε μόλις πουλήσει για λόγους επιβίωσης το ιδιόκτητο σπίτι του εκεί κοντά. Και είχε φτιάξει πάλι με τη Μαρία, τη γυναίκα του, ένα νοικοκυρεμένο καταφύγιο. Μίλησαν για τις πίκρες και τις αγωνίες της εποχής σε μια θερμή συζήτηση. Αλλά ο Λουντέμης άρχισε να πιλατεύει τον Κόντογλου και να του λέει πως η τέχνη του έπρεπε να μπει στην υπηρεσία του λαού και των αγώνων του. Να μην καταπιάνεται με θέματα ξεπερασμένα.
Μπροστά τους κρεμόταν ένας πίνακάς του, εξαιρετικής τέχνης, του 1930. Παρουσίαζε σε βυζαντινή τεχνοτροπία μια ομάδα δεκαέξι ημίγυμνων βασανιζόμενων αντρών διάφορων ηλικιών. Υπόμεναν, με έκδηλη ομοψυχία και ψυχική ανάταση, κάποια μαρτύρια που δεν αποτυπώνονταν, ανάμεσα σε οστά συνανθρώπων τους. Το ονόμαζε Η κοιλάς του Κλαυθμώνος.
Έλεγε λοιπόν ο Λουντέμης ότι αντί να παρασταίνει τούτους τους αγίους, θα έπρεπε να ζωγραφίζει τον λαό που υποφέρει και αγωνίζεται. Έτσι ώστε η τέχνη του να έχει χρησιμότητα. Ο Κόντογλου διαμαρτυρόταν για τις «κοινοτοπίες» του Μενέλαου. Του έλεγε πως η τέχνη είναι κάτι πιο βαθύ και πνευματικό, ικανή να εκφράζει την ουσία της ζωής κι έναν κόσμο αιώνιο, πέρα από τον προσκαιρινό και τον ορατό.