Αν το καλοσκεφτώ, όταν ξεκίνησα να γράφω αυτή την ιστορία είχα άγνοια κινδύνου. Εκ των υστέρων θα έλεγε κανείς ότι με έσωσε η περισσή λαχτάρα μου να μοιραστώ σκέψεις κι απόψεις για την πραγματικότητα που, θέλοντας και μη, μας περιβάλλει.
Από νωρίς είχαν σχηματιστεί μες στο κεφάλι μου τέσσερεις–πέντε χαρακτήρες. Eίχα και μια ικανοποιητική (νόμιζα, ο ανυποψίαστος) πλοκή και είπα: «πάμε να το γράψουμε»!
Οδηγός μου τα στιγμιότυπα ζωής που από χρόνια αποθήκευα στον υπολογιστή μου. Ιστορίες σύντομες, πυκνές, που ολοκληρώνονταν σε μια παράγραφο ή λιγοστές σελίδες. Πού να ’ξερα…
Είχα κοντέψει τις σαράντα σελίδες και άρχισαν να αχνοφαίνονται τα πρώτα ντράβαλα. Σαν υποψία στην αρχή, σαν μια ανησυχία που δεν μπορούσα να την εξηγήσω. Oύτε κατάλαβα από πού και πότε στο καλό ξετρύπωσε. Μέχρι που άρχισαν τα φρένα. Έκοβα γιατί το όλο πράγμα δεν τραβούσε στις ανηφόρες. Μπαλάντζαρε για τα καλά στις απότομες στροφές, κλοτσούσε και το κιβώτιο των ταχυτήτων.
Και κάπου ξέμεινα κι από βενζίνη. Το όχημα ήθελε οδική βοήθεια και σέρβις. Σταματημένος στην άκρη μιας λεωφόρου ημιφωτισμένης και πολύβουης, με λέξεις, σκέψεις, τεχνικές και ιδέες να με προσπερνούν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, έψαχνα να πιαστώ από κάτι. Από οτιδήποτε.
Έγραφα για εκείνη την κοπέλα, τη Μυρσίνη, την ηρωίδα μου, την αγιογράφο. Χαμένος κάπου ανάμεσα στις ερημιές των «plot holes» και των «whodunnit» ένιωσα κάποτε το κεφάλι μου βαρύ, να γέρνει σαν αυτό του Ιωάννη και να παραδίδεται επί πίνακι.
Μου πήρε χρόνο μέχρι να καταλάβω ότι η ιστορία που είχα μέχρι τότε στο κεφάλι μου ήταν ανεπαρκής, ότι δεν έφτανε. Και μολονότι έβλεπα τους χαρακτήρες να αποκτούν σταδιακά κάποια υπόσταση, να γίνονται με τον καιρό κομματάκι πιο ανάγλυφοι, μου έλειπαν οι λεπτομέρειες της ιστορίας, τα νήματα, άλλες συνδέσεις, περισσότερα κανάλια.