Η φωτογραφία τεκμηριώνει και επιβεβαιώνει ένα γεγονός. Ερεθίζει τη μνήμη και μπορεί να ανασύρει ιστορίες και εικόνες που ξεφεύγουν όχι μόνο από το στενό δισδιάστατο πλαίσιό της, αλλά ακόμη και από τα αντικείμενα ή τα πρόσωπα που εικονίζει.
Μια τέτοια παλιά φωτογραφία, «ξεχασμένη» στο οικογενειακό άλμπουμ, είναι και αυτή. Οι πρώτες πληροφορίες για τα εικονιζόμενα πρόσωπα ήταν φειδωλές. Η μαμά αγκαλιά στη γιαγιά και δυο άγνωστες σ’ εμένα κοπέλες.
Χρόνια αργότερα προστέθηκαν, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, πληροφορίες για το πού και το γιατί. Η φωτογραφία τραβήχτηκε κατά την επιστροφή μητέρας και κόρης από το Τρίκερι, όπου είχαν εξοριστεί λόγω του αντάρτη παππού.
Λίγα ρωτούσαμε, λίγα απαντούσαν. Είχε γίνει κατανοητό από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας πως η φωτογραφία αυτή αφορούσε μια δύσκολη περίοδο. Η θύμησή της και μόνο ήταν φανερό πως προκαλούσε πόνο. Κανένας από τους μεγάλους δεν ήθελε να θυμηθεί. Κανένας από τους μικρότερους δεν ήθελε να γνωρίσει.
Αποτελούσε όμως μόνιμο ερέθισμα, ένα αγκάθι που πλήγωνε την οικογενειακή συνοχή, έστω και αν μέχρι τότε κάποιοι από μας δεν το είχαμε καταλάβει. Ένα αγκάθι που έπρεπε να βγει για να καθαρίσει η πληγή, χωρίς αυτό να σημαίνει πως το σημάδι θα έπαυε να είναι ορατό.
Τα χρόνια πέρασαν και η αποκάλυψη των λεπτομερειών που έκρυβε η φωτογραφία ήρθαν στην επιφάνεια με έναν συνταρακτικό τρόπο. Μέσα από τρεις προφορικές μαρτυρίες στο πλαίσιο μιας διπλωματικής εργασίας μου. Η ένταση της μνήμης και η συναισθηματική φόρτιση των αναμνήσεων, έτσι όπως αναδύθηκαν μέσα από τις αφηγήσεις, ήταν καθηλωτικές.