Τρίτη 3 Νοεμβρίου 1992, 21.30. Φοράει λευκό μάλλινο καλσόν, φαρδύ πουλόβερ με γυριστό γιακά και κάθεται στο πάτωμα του δωματίου 308. Το κίτρινο φως από το μεγάλο αμπαζούρ φωτίζει τον χώρο, αλλά δεν μπορεί να διαλύσει τις σκιές.
Στα πόδια της μια τεράστια ψάθινη τσάντα γεμάτη με σημειωματάρια, ημερολόγια, γράμματα μαζί με τους φακέλους, μπλοκ κι εκείνα τα παλιά σχολικά τετράδια με τις εικόνες στο εξώφυλλο.
Άδεια πακέτα τσιγάρα Άρωμα, Καρέλια Αγρινίου, Sante, με σημειώσεις, στιχάκια, αριθμούς τηλεφώνων, ερωτικά μηνύματα και σχέδια στο πίσω μέρος.
Το παράθυρο είναι μισάνοικτο και η νύχτα με τους θορύβους της εισβάλει στο δωμάτιο. Σειρήνες περιπολικών και ασθενοφόρων, βουή του κόσμου, κλάξον αυτοκινήτων, οι νότες κάποιου σαξόφωνου που χάθηκαν στους ατμούς των εστιατορίων και στα καυσαέρια των ταξί. Η ίδια δεν τις ακούει. Ένα δημοσιογραφικό κασετόφωνο Sony ηχογραφεί. Μουρμουρίζει μονότονα ένα παλιό τραγούδι της πατρίδας της.
«Τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια».
Άλλοτε λέει τα λόγια, άλλοτε τραγουδάει τον σκοπό. Και σκίζει. Σκίζει ακατάπαυστα, ύστερα από μια βιαστική ματιά, σελίδες με ποιήματα, προτάσεις από βιβλία, φράσεις από συνεντεύξεις, σημειώσεις σεναρίων, ερωτικές επιστολές, κρυφά ημερολόγια, σελίδες ντεκουπάζ και διορθώσεις στο μοντάζ, χαρτιά που έγραφε τα δανεικά και τα χρέη των ταινιών, μια λίστα με ψώνια που τέλειωνε με τη φράση «Μπούι, σ’ αγαπώ», γράμματα χωρισμού και άλλα παράφορων ερωτικών εξομολογήσεων. Όλα όσα ήταν η ζωή της τα τελευταία 25 χρόνια.
«Ξύπνα αφέντη μου, ξύπνα καλέ μου αφέντη,
ξύπνα αγκάλιασε κορμί κυπαρισσένιο…»
Απέμεναν έξι ώρες μέχρι να περάσει ξαπλωμένη στο φορείο, με το κρανίο ξυρισμένο, τις διπλές μεταλλικές πόρτες του χειρουργείου στο New York University Medical Center, για να αφαιρέσουν από τον εγκέφαλό της έναν όγκο σε μέγεθος μανταρινιού.
«κι άσπρονε λαιμό, βυζάκια σα λεμόνια…»