Συνήθως ο Παπαδιαμάντης συναντά τα παιδιά στο σχολείο μέσα από κάποια διηγήματα. Προσωπικά είχα την τύχη να επισκεφτώ τη Σκιάθο σε ηλικία 10 χρόνων και είχα συγκινηθεί πολύ από τον ανδριάντα του, ανεβαίνοντας στο Μπούρτζι. Από κάτω έγραφε: «Σαν να ’χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καϋμοί του κόσμου».
Ξαναδιάβασα τον Παπαδιαμάντη με μεγαλύτερη ευαισθησία στη συνέχεια ως φοιτητής. Ξανάπεσε ωστόσο στα χέρια μου σε κάποια άλλη συγκυρία. Πριν από πέντε χρόνια ξεκινήσαμε με τον δήμαρχο Σκιάθου Θοδωρή Τζούμα να ανασυγκροτήσουμε τη γαστρονομική ταυτότητα του νησιού.
Η Σκιάθος είναι από τα πρώτα νησιά που αναπτύχθηκε τουριστικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι το διεθνές της αεροδρόμιο λειτουργεί από το 1972. Αρχικά το νησί υποδεχόταν εξαιρετικά ποιοτικό τουρισμό. Στην πορεία ωστόσο έγινε πιο εμπορικός. Η κουζίνα της έμοιαζε να είναι χωρίς ταυτότητα: καλαμάρι, χταπόδι, μουσακάς.
Σκοπός μας ήταν να φτιάξουμε μια παλέτα προϊόντων και φαγητών και κάποιοι καλοί εστιάτορες να εκπροσωπούν το νησί. Ωστόσο δεν είχαμε στη διάθεσή μας πολλά δεδομένα. Όταν ρώτησα τον δήμαρχο ποια είναι η κουζίνα του νησιού, μου απάντησε: «Την ψάχνουμε». Παίρνω λοιπόν τα άπαντα του Παπαδιαμάντη και αρχίζω να τα ξεκοκαλίζω.
Δεν βρήκα πολλά στοιχεία πέραν του ότι την εποχή που εκείνος έζησε στη Σκιάθο η κτηνοτροφία ήταν αναπτυγμένη. Άρα οι ντόπιοι κατανάλωναν πολλά κρέατα ιδίως στα πανηγύρια. Αρνί στη σούβλα, κοκορέτσι, σπληνάντερο, αλλά και μπούτι σκορδάτο, παστά κρέατα, κεφτέδες, ροτί αλά παλληκάρ – «Κατεβρόχθιζε μπριζόλαν, ψητόν της σούβλας, εκείνο που τρελαίνει τους Φράγκους, “ροτί αλά παλληκάρ”, κ’ είναι η απόλαυσις και το καύχημα όλων των Ελλήνων…».
Εντόπισα όμως αναφορές σε λιγοστά πιάτα που με παραξένεψαν. Όπως οι αστακοί με μάραθο. «…κοντά εις τους εχίνους και τα οστρείδια, και τους αστακούς τους μαγειρευτούς με μάραθα» έγραφε ο Παπαδιαμάντης. Τι πράγμα ήταν αυτό; Δεν το είχα συναντήσει ξανά.