Αγαπούσα πολύ τη γιαγιά Αντουανέττα, τη μητέρα του πατέρα μου. Στο σπίτι της μεγάλωσα μέχρι τριών χρόνων. Η γιαγιά δεν μίλαγε πολύ. Με τα σπασμένα γαλλικά της. Τα γαλλικά της Μαδαγασκάρης, της μητρίδας της. Τα γαλλικά που δεν θα έμοιαζαν με του πατέρα της, του Γάλλου μηχανικού, που είχε έρθει στη Μαδαγασκάρη από το Σουέζ, όπου είχε δουλέψει για τη διώρυγα. Δεν τον γνώρισε. Έφυγε και τις άφησε, όταν η Μαλγκάς μητέρα της πέθανε στη γέννα της μικρής της αδελφής.
Τις εικόνες από τη Μαδαγασκάρη περιέγραφε συχνά ο πατέρας μου στο κυριακάτικο τραπέζι. Για τα σπίτια που ήταν πάνω σε πασσάλους και το νερό με τους κροκόδειλους που περνούσε από κάτω.
Για τα φίδια που συχνά ήταν μες στο σπίτι. Θαύμαζα τη γιαγιά Αντουανέττα όταν μου διηγούνταν τον τρόπο που έπιαναν τα φίδια. Πολύ αθόρυβα από την ουρά. Και μετά με φόρα τα γύριζαν γύρω γύρω για να αδρανήσουν ζαλισμένα. Στο τέλος τα χτύπαγαν με δύναμη στο έδαφος.
Η μαμά μου, ο αδελφός μου κι εγώ ακολουθούσαμε τον πατέρα μου στις διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Εκεί όπου κάθε φορά ήταν η δουλειά του ως τεχνικού διευθυντή διάφορων εργοστασίων.
Μετά τη Θεσσαλονίκη βρεθήκαμε στην Πάτρα όπου δούλευε στο εργοστάσιο της ΒΕΣΟ. Αυτή την ατμόσφαιρα των εργοστασίων ξαναβρήκα με συγκίνηση όταν βρέθηκα στο Γκάζι το 1984 για τα γυρίσματα της ταινίας μου Τόπος. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Βρεθήκαμε λοιπόν στην Πάτρα το 1958 όταν ήμουν οκτώ χρόνων. Και κατά κακή μου τύχη με γράψανε στο Αρσάκειο Πατρών, το δημοτικό του οποίου έβριθε από στενόμυαλες θεούσες δασκάλες. Στην Τρίτη δημοτικού, στην αρχή της χρονιάς, μας έβαλαν να γράψουμε έκθεση για το πώς περάσαμε το καλοκαίρι.