Η γιαγιά Συρματένια, μια γριά Θρακιώτισσα, μικροκαμωμένη, ντυμένη πάντα στα μαύρα και με το τσεμπέρι να σκεπάζει το μέτωπο αφήνοντας δυο μάτια γεμάτα ζωντάνια που ήθελαν όλα να τα δουν, όλα να τα καταλάβουν. Ερχόταν συχνά στη Γερμανία. Στα παιδιά της. Για τις δουλειές του σπιτιού και τα μικρά εγγόνια.
Ύστερα από παρακάλια της έκανα το χατίρι και με το παλιό μου Ντεσεβό την πήγα στο «παλάτι» του Χίτλερ, το Ράιχσταγκ. Εκεί κατέβηκε σβέλτα από το αυτοκίνητο. Πλησίασε το τεράστιο κτίριο και το έφτυσε βρίζοντας θρακιώτικα.
Έκανε συχνά το ταξίδι Θεσσαλονίκη – Βερολίνο. Όταν αρρώσταινε, τα παιδιά της τη στέλνανε στο χωριό, κοντά στις Σέρρες. Γιατί αν πέθαινε στη Γερμανία, η μεταφορά της σορού στην Ελλάδα ήταν ακριβή υπόθεση.
Το Ακρόπολις-Εξπρές, το τρένο της ξενιτιάς, μετέφερε ελπίδες, προσδοκίες και όνειρα από την Ελλάδα του ’60 στις φάμπρικες της Γερμανίας και τις στοές του Βελγίου. Εκείνη την εποχή η Ελλάδα έβγαινε από τον πόλεμο και την εμφύλια σύρραξη αφήνοντας πίσω της πολλά προβλήματα και φτώχεια.
Έτσι άρχισε το μεταναστευτικό ρεύμα από τα χωριά της Μακεδονίας και της Θράκης στη Δυτική Γερμανία. Το Ακρόπολις-Εξπρές ξεκινούσε από την Αθήνα, περνούσε από τη Θεσσαλονίκη με τελικό προορισμό το Μόναχο. Εκεί γινόταν η μετεπιβίβαση των γκασταρμπάιτερ σε άλλα τρένα για τις διάφορες πόλεις του τελικού προορισμού τους. Τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα και πενήντα τρεις ώρες ταξίδι Θεσσαλονίκη – Μόναχο.
Για τη μεταφορά των εργατών στη Γερμανία οργανώνονταν μεγάλες ομάδες που έφευγαν με ειδικά βαγόνια. Οι μετανάστες ήταν εφοδιασμένοι με νούμερα. Το όνομα δεν έπαιζε πια σημαντικό ρόλο. Τα εργοστάσια έστελναν διερμηνείς που τους έβαζαν στο τρένο για τον τελικό προορισμό.