Σε ταβέρνα στην Αμαλιάδα. Ο ταβερνιάρης πρόσχαρος και με διάθεση για κουβέντα. Κάποιοι από την παρέα, που είχαν ξανακούσει τις ιστορίες του, τον προέτρεψαν να μας διηγηθεί για τότε που έφαγαν εκεί ο Αριστοτέλης Ωνάσης και η Μαρία Κάλλας.
Ο μεγιστάνας με την ντίβα, αρχές της δεκαετίας του ’60. Άνοιξη ήταν, κοντά στο Πάσχα. Ο Ωνάσης με την Κάλλας ήρθαν με ελικόπτερο στο αεροδρόμιο της Ανδραβίδας. Επισκέφτηκαν τα κτήματα του γαμπρού του Γεράσιμου Πατρονικόλα, που σχεδίαζε τότε να κτίσει την ξενοδοχειακή μονάδα του Miramare.
Τους συνόδευε ο διοικητής της 117 ΠΜ· μάλλον Φράγκος λεγόταν. Κατά την επιστροφή τους θέλησαν κάπου να φάνε. «Να είναι κάτι απλό» ζήτησαν. Ο διοικητής, πελάτης του καπηλειού, τους πρότεινε να γευματίσουν εκεί. Ήταν ώρα που τα φαγητά δεν είχαν ακόμη ετοιμαστεί στο τσουκάλι, αλλά κάτι πρόχειρο θα βρισκόταν να φάνε.
Υπήρχε «απλωμένο στα τραπέζια φρέσκο ζυμωτό ψωμί από τα χεράκια της μακαρίτισσας της μάνας μου. Είχαμε και τυρί που φυλάγαμε στην άρμη. Τότε δεν είχαμε ψυγεία. Τους βγάλαμε ντομάτες τριφτές, ελιές, βολβούς και τουρσί μελιτζανάκι».
Από τι εντυπωσιάστηκε ο έφηβος τότε ταβερνιάρης; «Η κυρία είχε πολύ όμορφα χέρια, με ωραία δάχτυλα και μακριά, κόκκινα νύχια. Με αυτά τα υπέροχα νύχια έκοβε το ψωμί που έτρωγε».