Η Μαρίκα ήταν μια κοπέλα του χωριού. Γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό της επαρχίας. Εκεί έζησε όλη της τη ζωή. Πήγε σχολείο μέχρι την τρίτη δημοτικού, γιατί είχαν πόλεμο. Βοηθούσε πολύ στο σπίτι τη μητέρα της με τις δουλειές του σπιτιού. Και με το μεγάλωμα των αδελφών της.
Πήγαινε και στα χωράφια. Μάζευε καπνά. Όμορφη και λεβέντισσα λέγανε πως ήταν. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, ξεκίνησε ο επόμενος. Την εποχή του Εμφυλίου ήταν «κοπέλα για παντρειά». Το χωριό είχε γύρω τριγύρω βουνά όπου κρύβονταν αντάρτες. Η Μαρίκα έτυχε και γνώρισε έναν. Ερωτευτήκανε.
Ήταν δύσκολο να συναντιούνται. Ανταλλάζανε όμως γράμματα. Της έγραφε εκείνος από το βουνό, το πήγαινε στον βοσκό κι αυτός το έφερνε στο χωριό, το έδινε στη Μαρίκα. Αυτή απαντούσε, το έδινε στον μικρό της ξάδελφο, το έβαζε στην κάλτσα του και το πήγαινε στον βοσκό και τον αντάρτη της. Όταν όμως κάτι γίνεται κατ’ επανάληψη, κινεί την περιέργεια. Ακολούθησαν τον ξάδελφο και βρήκαν το γραμματάκι. Επάνω του έγραφε «Μαρίκα».
Αναγκάστηκαν να ανοίξουν τα στόματα. Έτσι πιάσαν τη Μαρίκα και τον αντάρτη. Τη Μαρίκα θέλησαν να την παντρέψουν με κάποιον αμέσως. Να μην αμαυρωθεί το όνομά της. Προξενιό. Την έδωσαν σε έναν όμορφο άντρα, μεγαλύτερό της, που είχε και χρήματα στην άκρη για να έχει μια καλή ζωή. Φυσικά δεν ρώτησαν τη Μαρίκα αν θέλει ή δεν θέλει.
Η παντρειά ήταν η μόνη λύση. Ζηλιάρης και νευρικός λέγανε πως ήταν. Κι αυτό το έδειχνε παντού. Κυρίως μες στο σπίτι. Όλοι ξέρανε, μα κανένας δεν μιλούσε. Ούτε η Μαρίκα μίλησε ποτέ.
Πέρασαν τα χρόνια, πέρασε και ο Εμφύλιος. Περνούσε και η ζωή της Μαρίκας. Κάνανε δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Τίποτε δεν άλλαξε. Ούτε μέσα ούτε έξω από το σπίτι. Όσο κι αν μεγάλωνε, η ομορφιά και ο πόνος της δεν έλεγαν να φύγουν από το βλέμμα της.