Τέλη Γενάρη του 1991. Ύστερα από 11 μήνες θητεία στο 618 ΜΤΠ στον Έβρο καλούμαι να παρουσιαστώ στο 583 ΤΠ στην Κόνιτσα. Εκείνον τον καιρό βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη το κύμα φυγής των Αλβανών από τη χώρα τους. Τα μισοπαρατημένα στρατόπεδα της ελληνοαλβανικής μεθορίου έπρεπε κατεπειγόντως να επανδρωθούν.
Οι φαντάροι έπρεπε να συμβάλουν στο έργο της «επαναπροώθησης». Δουλειά δική μας ήταν να πιάνουμε τους φτωχοδιαβόλους που διέσχιζαν τα σύνορα, να τους καταγράφουμε και να τους στέλνουμε πίσω. Η μόνη δική τους δουλειά ήταν να ξαναπεράσουν τα σύνορα, με την ελπίδα ότι θα σταθούν πιο τυχεροί την επόμενη φορά. Ή τη μεθεπόμενη.
Οι Αλβανοί έρχονταν αβέρτα. Το έργο της «επαναπροώθησης» πήγαινε αρκετά καλά, της καταγραφής όμως έμενε πίσω. Κάποια στιγμή μαθεύτηκε ότι ξέρω τυφλό σύστημα στη γραφομηχανή. Σύντομα βρέθηκα να ασκώ καθήκοντα γραφέα. Το πρωί γραφείο, το βράδυ σκοπιά. Έξοδος με το σταγονόμετρο. Δεν είχα παράπονο όμως. Όλο σχεδόν το τάγμα ήταν «έξω» να κυνηγάει ομάδες Αλβανών στο κρύο και στα χιόνια. Εγώ τουλάχιστον ήμουν «μέσα».
Ένα μεσημεράκι μπαίνει στο γραφείο ο διοικητής.
– Σκαμνέλο, έλα γρήγορα! Έλα να δεις!
Πήγα. Με οδηγεί στο παράθυρο και μου δείχνει μια ομάδα Αλβανών – πεντέξι νοματαίοι όλοι κι όλοι. Είχαν καθίσει καμιά πεντακοσαριά μέτρα έξω από το στρατόπεδο και ετοιμάζονταν για κολατσιό.
– Θα πας, θα τους πιάσεις και θα τους παραδώσεις στην αστυνομία. Ξέρεις πού είναι η αστυνομία. Δεν ξέρεις;
Ήξερα πού είναι η αστυνομία. Αυτό που δεν ήξερα ήταν πώς θα έπιανα μόνος μου πεντέξι νοματαίους και πώς θα κατάφερνα να διασχίσω μαζί τους τη μισή Κόνιτσα ώσπου να φτάσω στην αστυνομία. Θα προτιμούσα να κάνω τα στραβά μάτια. Έλα όμως που ο άλλος κοίταγε. Και για κακή μου τύχη το στρατόπεδο στην Κόνιτσα βρίσκεται σε ψήλωμα και κατοπτεύει τον χώρο.