Τα Χριστούγεννα του 2009 ήταν 7 χρόνων. Στις 20 του Δεκέμβρη φύγαμε οι τρεις μας για το Παρίσι. Πριν φύγουμε είχε ζητήσει από τον Άγιο Βασίλη το δώρο της που στο δικό μας σπίτι το έφερνε παραμονή Πρωτοχρονιάς.
Ήθελε μια ηλεκτρονική συσκευή που ούτε θυμάμαι πως την έλεγαν – ποτέ δεν ήμουν καλή σε αυτά. Θυμάμαι όμως ότι την ήθελε πολύ καιρό και όλο προσπαθούσε να μας πείσει να της την πάρουμε. Ήταν κάτι στο οποίο μπορούσε να παίζει παιχνίδια με γατάκια και σκυλάκια, μια συσκευή εξωφρενικά πανάκριβη. Αφού είδε κι απόειδε ότι δεν της την παίρναμε τη ζήτησε από τον Άγιο Βασίλη.
Μας έδειξε το γράμμα, οπότε ο πατέρας της κι εγώ αρχίσαμε το μπίρι μπίρι ότι ο Άγιος Βασίλης είχε να κάνει πολλά δώρα σε όλα τα παιδιά του κόσμου. Ούτε θυμάμαι πια τα φοβερά μας επιχειρήματα σε ένα επτάχρονο που επιθυμούσε διακαώς και ανυπερθέτως αυτή την πανάκριβη ηλεκτρονική συσκευή. Σκασίλα της πόσο κάνει, «αφού, μαμά, ο Άγιος Βασίλης δεν αγοράζει τα δώρα».
Επιστρέφουμε από το Παρίσι παραμονή Πρωτοχρονιάς. Νυχτώνει και δεν λέει με τίποτε να πάει να κοιμηθεί. Στριφογυρίζει μπροστά από το τζάκι –αφού από εκεί έρχεται ντε, από την καμινάδα δεν κατεβαίνει;– τάχα μου αδιάφορη. Κάποια στιγμή, στην ενήλικη κοσμάρα μας εμείς, τη ρωτάμε γιατί δεν πάει για ύπνο: «Ρε παιδιά, περιμένω τον Άγιο Βασίλη».