Ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι τις οπτικές τέχνες είναι να δίνει ορατότητα σε υποκείμενα που δεν έχουν πρόσβαση στη δημόσια σφαίρα. Έτσι για πολλά χρόνια φωτογράφιζα σε κοινότητες Ρομά, μιας και θεωρώ ότι είναι περιθωριοποιημένοι και στοχοποιημένοι, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη κοινωνική ομάδα.
Κάποια στιγμή διάβασα μια συνέντευξη του αγαπημένου φωτογράφου Ζόζεφ Κουντέλκα, δημιουργού του πιο σημαντικού βιβλίου αναπαράστασης Ρομά κοινοτήτων. Μια ερώτηση αφορούσε τον λόγο που ασχολήθηκε με αυτό το πρότζεκτ και η απάντηση του ήταν μονολεκτική: «Η μουσική». Με αυτό τον τρόπο ξεκλείδωσε μια πτυχή των δικών μου βιωμάτων και το τι αναζητούσα ανάμεσα στους Τσιγγάνους.
Μεγάλωσα σε μια οικογένεια με βαθιά αγάπη για τη μουσική. Μια αγάπη χωρίς όρια, σύνορα ή στεγανά. Ακούγαμε πολλές μουσικές με απόλυτη φυσικότητα, χωρίς να μας ενδιαφέρει η καταγωγή, το χρώμα και άλλα τέτοια. Μες στα χρόνια που φωτογράφιζα κοινότητες Ρομά είχα γνωρίσει πολλούς μουσικούς. Μπορώ να πω, πολύ καλούς μουσικούς.
Έτσι μου ήρθε η ιδέα να κάνω ένα μουσικό ντοκιμαντέρ. Η αρχική σκέψη ήταν να κάνουμε ένα ντοκιμαντέρ με χαρακτήρες μουσικούς που θα προέρχονταν από τη λαϊκή και δημοτική παράδοση. Για να ξετυλίξουμε μια ιστορική αλήθεια που δεν έχει μεγάλη ορατότητα. Ότι οι Τσιγγάνοι μουσικοί συνέβαλαν καθοριστικά στη διατήρηση της λαϊκής μουσικής παράδοσης του τόπου.
Όταν όμως πρότεινα το πρότζεκτ στον συν-σκηνοθέτη Αβραάμ Γκουτζελούδη, μου είπε για κάτι μουσικούς που έπαιζαν τσιγγάνικη ραπ και προσπαθούσαν να εντάξουν παραδοσιακά στοιχεία στα κομμάτια τους. Ενθουσιάστηκα τόσο πολύ που άρχισα να ψάχνω στο διαδίκτυο τα τραγούδια τους και στοιχεία επικοινωνίας.
Έτσι έπεσα στη σελίδα των Santa Barbarians. Για μέρες άκουγα τις μουσικές τους. Εικόνες, όνειρα, πολιτικός στίχος για τον αποκλεισμό και τον ρατσισμό που δέχονται. Αφηγήσεις από την Αγία Βαρβάρα και μελωδικά μπιτ. Μου άρεσαν τόσο πολύ που αμέσως κανονίσαμε να τα πούμε. Ένα απόγευμα βρέθηκα στην Αγία Βαρβάρα για να τους συναντήσω.