Τέλη δεκαετίας του 1970. Σχετικά φρέσκος ακόμη, ωρομίσθιος στο Γραφείο Χανίων της 13ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, χειριζόμουν τα θέματα του νομού σε στενή συνεργασία με τον αείμνηστο έφορο Μανόλη Μπορμπουδάκη.
Ανάμεσα στα άλλα και η προστασία του φρουρίου Φραγκοκάστελλου και του πέριξ αρχαιολογικού χώρου από την παλαιοχριστιανική περίοδο, στην περιοχή των Σφακιών. Εκεί, κατά τους βενετσιάνικους χάρτες, ζούσαν «popoli bellicosi», με άλλα λόγια ένας λαός πολεμικός.
Ο εκτεταμένος κάμπος ήταν εντελώς αδόμητος και ακαλλιέργητος, με το φρούριο –κυρίαρχο στο τοπίο–, δυο παλαιοχριστιανικές βασιλικές, μια βυζαντινή εκκλησία και ένα μικρό μοναστήρι. Ο χαρακτηρισμός τριπλός: ιστορικό διατηρητέο μνημείο, αρχαιολογικός χώρος και τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους.
Μέχρι τότε στο Φραγκοκάστελλο Σφακίων δεν υπήρχαν ιδιοκτησίες. Ώσπου κάποιοι φωστήρες αποφάσισαν να γίνει αναδασμός με βάση τις μαρτυρίες «σοφών» γερόντων της περιοχής. Τους είπαμε να φροντίσουν στην καρδιά του χώρου να μοιράσουν απλά χωράφια και στον υπόλοιπο ιδιοκτησίες που θα μπορούσαν να γίνουν και οικόπεδα. Έπραξαν το εντελώς αντίθετο.
Με το προεδρικό διάταγμα του Τρίτση άρχισαν τα βάσανά μας με την αυθαίρετη δόμηση. Οι μηνύσεις έπεφταν βροχή, με τους αυθαίρετους οικιστές να τροφοδοτούνται με ρεύμα από πριονοκορδέλες που έβαζαν στα χωράφια τους και τους δικαστές να τους αθωώνουν.
Οι αστυνομικοί παρακολουθούσαν από το παράθυρο στο κοντινό τμήμα πότε θα πέσει και η τελευταία μπετονιέρα για να «επέμβουν», μαλώνοντας τους «άτακτους». Η υπηρεσία –και κυρίως εγώ– ήμασταν το «κόκκινο πανί».
Μια Καθαρή Δευτέρα, ύστερα από μια ευχάριστη ημέρα στην ύπαιθρο, μας ήρθε η φαεινή ιδέα να πάμε για καφέ στο Φραγκοκάστελλο Σφακίων, μαζί με την οικογένεια της Μαρίας Βλαζάκη, σε ένα ήσυχο και νόμιμο μαγαζί.
Κάποια στιγμή βγήκα έξω για προσωπική ανάγκη. Τρεις άνθρωποι, με επικεφαλής γνωστό ντόπιο επιχειρηματία, μου την είχαν στήσει απέξω και μου επιτέθηκαν.