Τη δεκαετία του 1990, έχοντας το ένα πόδι στην αρχαιολογική έρευνα, στην ανασκαφή της αρχαίας Μεσσήνης, και το άλλο στην επιτόπια έρευνα του νεότερου ελληνικού βίου, ξεκίνησα τον επαγγελματικό μου βίο στο Κέντρο Μελέτης Νεότερης Κεραμικής.
Ήμουν συναρπασμένη από την τέχνη του πηλού και τη γήινη διάστασή του, αλλά και τον ρομαντισμό της διάσωσης υλικών καταλοίπων που ήταν θέμα χρόνου να χαθούν οριστικά στη στρωματογραφία της λήθης.
Ένας τόπος που διέσωζε ακόμη εργαστήρια και εγκαταστάσεις, ιστορίες και ανθρώπους που γνώριζαν τις παραδοσιακές τεχνικές ήταν η Κρήτη. Οι Μαργαρίτες και ο Θραψανός και η τεχνική του χειροκίνητου τροχού, στην κατασκευή κυρίως αποθηκευτικών αγγείων, καθώς και η εποχική μετακίνηση των Θραψανιωτών σε άλλα μέρη της Κρήτης, μου έγιναν οικεία ύστερα από κάποιες επιτόπιες έρευνες.
Η κατασκευή ωστόσο σε φάσεις της στάμνας με την κοίλη βάση, που είχε εκπληκτικές ομοιότητες με τους βυζαντινούς αμφορείς (μαγαρικά), δεν είχε καταστεί δυνατόν να καταγραφεί.
Μια πληροφορία ότι στα Νοχιά, χωριό στον νομό Χανίων, ο παπάς ήταν και αγγειοπλάστης και γνώριζε να φτιάχνει αυτές τις στάμνες μας οδήγησε σε μια εσπευσμένη εν μέσω θέρους κάθοδο στο νησί, ύστερα από τηλεφωνική συνεννόηση μαζί του. Τρεις νέες κοπέλες – αρχαιολόγοι και ένας φίλος οπερατέρ ξεκινήσαμε με το πλοίο της γραμμής για τα Χανιά.
Αρχικά υποχρεωθήκαμε σε μια πολύωρη καθυστέρηση εξαιτίας ενός τηλεφωνήματος για βόμβα στο καράβι. Φτάνοντας με αρκετή καθυστέρηση την επομένη, επιβιβαστήκαμε στο αυτοκίνητο. Χρέη οδηγού ανέλαβα εγώ. Στις αποσκευές μας φωτογραφικές μηχανές, μια πελώρια κάμερα με τα σχετικά και πολύς ενθουσιασμός.
Η αναζήτηση του ιερέα στα Νοχιά Χανίων στέφτηκε με επιτυχία. Μόνο που μας πληροφόρησε ότι δεν θα γινόταν η δουλειά στο παλιό του εργαστήριο, που τελικά εκ των υστέρων διαπιστώσαμε ότι δεν υπήρχε, αλλά σε ένα άλλο, σε κοντινό προορισμό.
Επιβιβάστηκε στη θέση του συνοδηγού, οι άλλοι πίσω δεν θυμάμαι πώς ανέπνεαν.