Οταν έφυγαν οι Γερμανοί το 1944-1945, οι κάτοικοι του χωριού του πατέρα μου, της Κορησού Καστοριάς, μαζεύονταν στην πλατεία, στο Σιντριβάνι, και άκουγαν τις ειδήσεις από ένα ραδιόφωνο με μπαταρία. Η μπαταρία γέμιζε από έναν κινητήρα συνδεδεμένο με έναν ιμάντα με τον τροχό της μηχανής ξεσπυρίσματος του καλαμποκιού, τον οποίο τα παιδιά, μεταξύ των οποίων και ο πατέρας μου, γύριζαν με το χέρι.
Ο Σταυράκης «Γκαφένκο», που το μυαλό του έκοβε κι έραβε, προσπαθούσε να πιάσει Μπι-Μπι-Σι στα ελληνικά. Ύστερα από προσπάθειες άκουγαν το σήμα: «Μπουμπου-μπουμπουτού. Εδώ Λονδίνο. Κυρίες και κύριοι, καλή σας εσπέρα».
Μεταξύ των γυναικών ήταν και η Φράγκα του Ρόγκου. Ακούγοντας τον χαιρετισμό του εκφωνητή, η Φράγκα φωνάζει ξαφνιασμένη: «Μπα το έρμο! Πού ξέρει που είμαστε εδώ;».
Τη δεκαετία του 1950 δόθηκε άδεια από το Δασαρχείο Καστοριάς στους κατοίκους της Κορησού να προμηθεύονται ξύλα για τις ανάγκες τους από την περιοχή Γιάζα. Μεταξύ λοιπόν των συγχωριανών βρέθηκαν εκεί ο Σωτήρης, με τον ξάδελφό του τον «Ντάτσο» και τον θείο τους τον Κοσμά.
Καθώς ο Κοσμάς έκοβε ένα δέντρο, στραβοχτυπάει με το τσεκούρι το γόνατό του κι αρχίζουν να τρέχουν αίματα. Η παρέα τρέχει κοντά του, του βγάζουν το πουκάμισο και δένουν με αυτό την πληγή. Επειδή ο Κοσμάς δεν μπορούσε να περπατήσει, φτιάχνουν ένα φορείο από ξύλα, τον ξαπλώνουν και αρχίζει η μεταφορά του.
Ανηφορίζουν από τη Γιάζα προς την Κρέστα, κοντά στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, για να κατηφορίσουν στη συνέχεια στο χωριό μας. Εκεί κάνουν μια στάση και ο Σωτήρης ρωτάει τον Κοσμά: «Θέλεις ένα τσιγάρο;». Κι ο Κοσμάς απαντάει: «Αν είναι Ματσάγγου». Κάπνιζε μόνο τσιγάρα Ματσάγγου!