Στις 17 του Νοέμβρη 2020 κατέβηκα στη διαδήλωση κι ας είχε απαγορευτεί λόγω covid. Η συγκέντρωση ήταν στον σταθμό Λαρίσης. Η σύντομη πορεία κατέληξε στον σταθμό μετρό στα Σεπόλια. Εκεί αρχίσαμε να διαλυόμαστε.
Μένω ακριβώς δίπλα στον σταθμό και προχωρούσα προς το σπίτι μου, όταν μαθαίνω ότι η αστυνομία έδωσε εντολή να κλείσει ο σταθμός. Με την Ντίνα Ρέππα κατεβαίνουμε κάτω να πούμε στον υπεύθυνο να αφήσει για πέντε λεπτά ανοιχτό τον σταθμό για να πάρει τους διαδηλωτές.
Ξαφνικά ακούω δυνατές εκρήξεις. Τρέχω πάνω και βλέπω ένα ασύλληπτο θέαμα. Δεκάδες μηχανάκια Δράση να κυνηγούν νέα παιδιά στα στενά. Έριξαν κρότου – λάμψης μέχρι και σε ανυποψίαστο κόσμο μες στο σουπερμάρκετ. Πλησιάζοντας προς το σπίτι μου, κόντεψαν να με κτυπήσουν περνώντας δίπλα μου και κουνώντας τα κλομπ.
Εκεί βρίσκω την κόρη μου και τη γυναίκα μου. Με πληροφορούν ότι στον από πάνω δρόμο κρατούσαν τον γιο μου Ορέστη. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Πήγα προς τα εκεί μαζί με κάποιους από τη γειτονιά να μάθω γιατί τον κρατούν. Μας έσπρωχναν. Ο κόσμος φώναζε από τα μπαλκόνια: «Τι κάνετε; Αφήστε το παιδί».
Επειδή υπήρχε κατακραυγή, με πλησιάζει ο επικεφαλής –όπως συστήθηκε– και μου λέει: «Για να μη δημιουργούμε πρόβλημα στην περιοχή, θα πάμε τον γιο σου στο ΑΤ Κολωνού. Έλα από εκεί μαζί με τους φίλους σου. Δεν θα γίνει τίποτε. Μια απλή προσαγωγή».
Ξεκινάμε με τα πόδια. Είναι γύρω στα πέντε με επτά λεπτά απόσταση το τμήμα. Στον δρόμο πριν από το ΑΤ λέω τον λόγο που πήγα αρχικά σε έναν και στη συνέχεια σε δύο αστυνομικούς με πολιτικά. Με άγριο και ειρωνικό τρόπο μου λένε: «Φύγε από εδώ, δεν έχουν φέρει κανέναν». Προσπαθούσα να εξηγήσω ότι με έστειλε ο δικός τους. Ήταν προκλητικοί. Δεν με άφηναν να πάω προς το τμήμα να δω αν χτύπησαν τον Ορέστη και πού τον είχαν.