Το ταξίδι μου στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση δεν ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς. Η επιβίβαση είχε αγωνία, αμφιβολίες και τον πόνο ενός αποχωρισμού. Βαθιά στην καρδιά μου ήμουν ακόμη αρχαιολόγος. Η σκέψη ότι θα εγκατέλειπα μια αγάπη για τα γλυκά μάτια μιας άλλης με συγκλόνιζε.
Τα πρώτα χρόνια, στα ολιγοθέσια σχολειά, από τον κάμπο του Αποκόρωνα μέχρι τα ορεινά του Μυλοποτάμου και τα Αστερούσια, τα ίδια τα παιδιά άλλαξαν και καθόρισαν τον τρόπο που αντιλαμβανόμουν τον ρόλο μου, φωτίζοντάς τον με την ορμή τους από άλλη οπτική.
Ήταν εξοικειωμένα με τη ζωή στη φύση. Αυτονομούνταν, θεωρούνταν ικανά από πολύ νωρίς να αναλάβουν εργασίες που θα έκαναν έναν αστό γονιό να φρίξει. Για παράδειγμα να κουβαλήσουν ξύλα και να ανάψουν την ξυλόσομπα ή να σκάψουν στο περιβόλι και να ταΐσουν τα αιγοπρόβατα. Μεγάλωναν σε ένα τοπίο απαράμιλλου φυσικού και πολιτισμικού κάλλους. Το παρελθόν «κραύγαζε» γύρω τους. Αυτά όμως δεν είχαν το παραμικρό ενδιαφέρον για το παρελθόν. Πώς θα έκανα τα μικρά ασυγκράτητα αγριμάκια μου να δώσουν στην Ιστορία μια ευκαιρία; Να δείξουν στο μάθημα κάποια συμπάθεια;
Τα παιδιά αγαπούν το παιχνίδι και τη δράση και όχι την Ιστορία μέσα από στεγνά, αδιάφορα και βαρετά εγχειρίδια. Έτσι ξεκίνησε μια μακριά πορεία, στη διάρκεια της οποίας τα σχολικά βιβλία περίπου μπήκαν στη γωνία. Τη θέση τους πήραν παιχνίδια, θεατρικά, επιτραπέζια και επιδαπέδια, εικαστικά, αφηγηματικός λόγος, ιστορίες και κυρίως επισκέψεις σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, παρέα με μασκότ και ήρωες, χιούμορ, κίνηση, μουσική.
Τον Ιούνιο του 2019 η ημερήσια εκδρομή του 49ου Δημοτικού Ηρακλείου θα είχε πρώτο σταθμό το ανάκτορο των Μαλίων. Ο συντονισμός έξι τάξεων στη ζέστη του καλοκαιριού, με τον νου στο παιχνίδι που θα ακολουθούσε στον επόμενο σταθμό της εκδρομής, ήταν παζλ δύσκολο. Μια πρόκληση συναρπαστική.