Η δασκάλα μου των ρωσικών, η κυρία Έλλα, συνήθιζε να λέει πως με τον Γκούσεφ (Гусев, 1890) του Α.Π. Τσέχωφ μόνο οι εκμεταλλευτές, οι αναίσθητοι και οι ψεύτες δεν μπορούν να δακρύσουν. Όσο μεγαλώνω βρίσκω πως το δίκιο της επιβεβαιώνεται διαρκώς.
Μήπως τάχα δεν είναι γεμάτος από Γκούσεφ τούτος ο κόσμος του ιμπεριαλισμού και του ανθρωποβόρου καπιταλισμού; Μην τάχα δεν είναι ο ίδιος κόσμος που βυθίζει ανθρώπους στην έσχατη ένδεια και ύστερα τους μεταχειρίζεται ως αναλώσιμα μέχρι να τους πετάξει –εξαντλημένους και άρρωστους, ημιθανείς– στους καρχαρίες καταμεσής του ωκεανού;
Ποιος νοιάζεται στ’ αλήθεια για τους Γκούσεφ της έσχατης απαθλίωσης, των αποθηκών όπου στοιβάζονται οι «περιττοί» ώσπου να καταδυθούν στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου για να διαλυθούν στο στόμα του κήτους –του κυριολεκτικού, του μεταφορικού, του μετωνυμικού–, στα βάθη του ωκεανού της ανυπαρξίας και της λησμονιάς, ο οποίος για εκείνους που διαφεντεύουν τα «πλωτά νοσηλευτήρια» γίνεται μονάχα αισθητικό σύμβολο υπεροχής με τα χρυσαφένια, τα μαβιά, τα ρόδινα χρώματα της προνομιακής αιωνιότητας;
«Поигравши телом, акула нехотя подставляет под него пасть, осторожно касается зубами, и парусина разрывается во всю длину тела, от головы до ног» (καθώς παίζει με το νεκρό σώμα ο καρχαρίας, πάει από κάτω, ανοίγει ράθυμα το στόμα του, τα δόντια του αγγίζουν με περίσκεψη το σκήνωμα και το καραβόπανο σκίζεται από πάνω μέχρι κάτω, απ’ το κεφάλι ως τα πόδια).