Το λαϊκό ξέσπασμα του Δεκέμβρη του 1944 βρισκόταν σε εξέλιξη και οι Άγγλοι με τους ταγματασφαλίτες και τους χίτες «φερόντουσαν σαν σε κατακτημένη χώρα», όπως είχε πει ο Τσόρτσιλ.
Τα βράδια φίλοι του πατέρα μου Γ.Δ. Ζιούτου (Γεώργιος Ζωιτόπουλος) έρχονταν στο σπίτι μας στο Ψυχικό. Κλείνονταν στο γραφείο και μιλούσαν με τις ώρες. Δεν μου άρεσαν αυτές οι συζητήσεις. Γιατί στη συνέχεια όταν ο πατέρας ερχόταν να με βρει, δεν μπορούσε να κρύψει το στενοχωρημένο του πρόσωπο. Παρά τα παιχνίδια που κάναμε.
Ένα απόγευμα τους άκουσα να μιλούν για μένα: «Τι θα γίνει το παιδί αν κοπεί η χώρα». Μάλωναν αν θα με έπαιρναν κάπου μαζί τους. Κατατρόμαξα και έσφιξα στην αγκαλιά μου τον Μπιμπίκο, το λούτρινο αρκουδάκι μου που η γιαγιά του είχε ράψει ζεστά ρούχα.
Όταν έφυγαν οι γνωστοί, έτρεξα. Γαντζώθηκα από τον πατέρα μου και κλαίγοντας έλεγα ότι θέλω να με πάρουν παντού μαζί τους, να μη μείνω πάλι μόνη μου. Τότε δίνεται η εντολή τα στελέχη της Αριστεράς να εγκαταλείψουν την Αθήνα. Πρώτα φεύγει το κλιμάκιο του «Ριζοσπάστη» για τη Θήβα.
Παραμονή Χριστουγέννων 1944. Βρισκόμαστε στην καρότσα ενός φορτηγού που μετέφερε στρώματα και κουβέρτες για κάποιο νοσοκομείο του ΕΛΑΣ. Από μακριά βλέπαμε τα εγγλέζικα πλοία να βομβαρδίζουν την πρωτεύουσα. Συνεχίσαμε το ταξίδι μας βόρεια, αλλάζοντας αυτοκίνητα και συνταξιδιώτες. Μέναμε σε κάθε κάπως μεγάλη πόλη μερικές μέρες.
Στα Τρίκαλα, στην πρωτεύουσα της «ηττημένης Αριστεράς» όπως την ονόμασαν αργότερα, είχε μαζευτεί όλη η ηγεσία του ΚΚΕ και πολλά μέλη. Ήταν εκεί και ο Πέτρος Κόκκαλης, ο γνωστός χειρουργός και ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, η γυναίκα του και ο γιος τους Σωκράτης, με τον οποίο ήμασταν σχεδόν συνομήλικοι.
Μια μέρα, που όπως συνήθως παίζαμε με τον Σωκράτη Κόκκαλη στην όχθη του ποταμού Ληθαίου που διασχίζει τα Τρίκαλα, παραλίγο να πνιγούμε.