Γράφουμε συνήθως από ανάγκη. Έτσι κι εγώ από παιδί άρχισα να γράφω ποιήματα και στίχους. Για να βρουν την ήσυχη γωνιά τους τ’ ανήμερα θηρία μέσα μου· για να επικοινωνήσω με τον πατέρα μου στα καρπάθικα γλέντια.
Για να στείλω τα προσωπικά μου γράμματα στον εαυτό μου και σε έρωτες ανεκπλήρωτους και εκπληρωμένους· για να αναμετρηθώ με την κοινωνία· για να διατυπώσω αλλιώς τα ερωτήματά μου τα υπαρξιακά· για να μοιραστώ με τους φίλους μου ιστορίες, δικές μας και άλλων· για να μιλήσω με αυτό τον τρόπο, με αυτήν τη γλώσσα που με συνάρπαζε.
Αντιλήφθηκα νωρίς την ιαματική επίδραση της τέχνης. Δεν φαντάστηκα όμως ποτέ πως μια σχεδόν μεταφυσική της πλευρά θα μου εμφανιζόταν τόσο άμεσα.
Ως ανήσυχη έφηβη είχα στο σχολείο δυο συμμάχους. Τη φιλόλογό μου στο γυμνάσιο και τον μαθηματικό μου στο γυμνάσιο και το λύκειο. Ο δεύτερος αντιλαμβανόταν τις συγκρούσεις μου με την αυταρχική λυκειάρχισσα (ήμουν πρόεδρος του 15μελούς). Στα διαλείμματα με ενθάρρυνε, με παρηγορούσε, μου πρόσφερε άφθονο λακωνικό χιούμορ και με τροφοδοτούσε με βιβλία φιλοσοφίας.
Ήταν τέτοια η ευγνωμοσύνη μου που πάντα σκεφτόμουν πώς θα μπορούσα να ξεπληρώσω αυτή την ενδυνάμωση. Πώς να ανταποδώσω το δώρο που μου έκανε, ανοίγοντάς μου ορίζοντες πρωτόγνωρους.
Αποφοίτησα αλλά τον επισκεπτόμουν στο σχολείο δυο, τρεις φορές τον χρόνο. Ώσπου μια μέρα μαθαίνω πως έχασε τον γιο του. Του έδωσα μια αγκαλιά στην κηδεία αλλά έπαψα να τον επισκέπτομαι. Μάθαινα ωστόσο πως είχε κλειστεί εντελώς στον εαυτό του. Έναν χρόνο μετά βρίσκω το κουράγιο να πάω να τον συναντήσω.
Τον ρώτησα πώς είναι. «Γνώρισα τα πιο μεγάλα βάθη. Ήμουν εκεί κάτω μήνες και νόμιζα πως δεν θα καταφέρω ποτέ να βγω στο φως ή να πάρω λίγο αέρα. Αλλά με έβγαλε από εκεί ένα τραγούδι» είπε κι αρχίζει να μου απαγγέλει τον στίχο μου από το τραγούδι Δρόμο άλλαξε ο αέρας.