Από τη στιγμή που αποφασίσαμε ότι θα κάνουμε σινεμά έξω από το κατεστημένο του συστήματος παραγωγής έπρεπε να προμηθευτούμε το πιο απαραίτητο εργαλείο: την κάμερα.
Ύστερα από αναζήτηση την εντοπίσαμε σε ένα κατάστημα μεταχειρισμένων φωτογραφικών και κινηματογραφικών ειδών στα μεγάλα μπουλβάρ. Η «γηραιά κυρία» Zeiss που διατηρούσε όλη τη φινέτσα του μεσοπολέμου. Φυσικά καλοδιατηρημένη, απαστράπτουσα μέσα σε ένα όμορφο καφετί βαλιτσάκι. Τιμή 200 φράγκα.
Κάναμε τα αδύνατα δυνατά για να την αποκτήσουμε. Και τα καταφέραμε. Με περηφάνια κουβαλούσαμε το καφετί τετράγωνο βαλιτσάκι, πότε ο ένας και πότε ο άλλος.
Ξεκινήσαμε και οι τρεις εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό για το πρώτο γύρισμα. Το ραντεβού το ’χαμε δώσει όπως πάντα στο καφενείο Gymnase στο Μονπαρνάς. Την προηγούμενη μέρα είχαμε αγοράσει μια μπομπίνα φιλμ. Είχαμε δώσει 45 φράγκα και δεν μας έμενε σχεδόν τίποτε. Σκεφτήκαμε πού να γυρίσουμε, αλλά καθώς όλοι οι δρόμοι στο Παρίσι οδηγούν στο ποτάμι, πήγαμε στον Σηκουάνα.
Κάναμε τον δρόμο με τα πόδια. Κρατάγαμε με ευχαρίστηση τη μικρή βαλίτσα που περιείχε τη μηχανή. Ένας άλλος κράταγε το τρίποδο. Αντίθετα απ’ ό,τι έγινε με πολλούς καλλιτέχνες, εμείς για να δημιουργήσουμε έπρεπε να ’χουμε γεμάτο το στομάχι. Και αυτό έγινε στη μαγευτικότερη τοποθεσία του Παρισιού. Στην αποβάθρα του Σηκουάνα μπροστά στην Παναγία των Παρισίων με μια μπαγκέτα ψωμί και λίγη γραβιέρα.
Έκανε κρύο και είχε ελαφριά ομίχλη. Μετά στήσαμε τη μηχανή. Αρχίσαμε με την ταμπέλα που έγραφε «Depart». «Για να φαίνεται το ξεκίνημά μας» είπα. Η ταμπέλα όμως δεν είχε σχέση μ’ εμάς. Έδειχνε το σημείο αναχώρησης των τουριστικών καραβιών. Μες στην ησυχία πάτησα το κουμπί.