Στα δέκα μου χρόνια πρωτόμαθα ότι στο μέλλον θα πρέπει να φερθώ στη ζωή πολύ σκληρά για να μη με προσπεράσει. Παιδί όχι καλά μεγαλωμένο, από πολύ μικρός απέκτησα μια συνήθεια. Να το σκάω σε κάθε ευκαιρία από το σπίτι μέχρι που το έσκασα για πάντα. Με αφορμή τις γιορτές που έρχονται θυμήθηκα μια ιστορία.
Ήταν μέρες Χριστουγέννων, Σάββατο. Άλλη μια άσχημη μέρα στο σπίτι. Κανείς δεν γιόρταζε εδώ. Βγήκα έξω και ξεκίνησα από τον Άγιο Παύλο, μια γειτονιά του Μεταξουργείου, για βόλτα στην Αθήνα. Περπατώντας έτσι μικρούλης ανάμεσα σε τεράστιους ενήλικες και χαζεύοντας τη στολισμένη Αθήνα, έφτασα στο ΜΙΝΙΟΝ.
Είχα πάει πολλές φορές. Μου άρεσε να ανεβαίνω τις κυλιόμενες και να παίζω. Χαζεύοντας, έφτασα στον τελευταίο όροφο. Είχε σε ένα σημείο πολλά παιδιά. Πλησιάζω και βλέπω σε μια εξέδρα τον κονφερασιέ, τον γνωστό Άλκη Στέα, και πολλά παιδιά και γονείς.
Έκανε διαγωνισμό γνώσεων με δώρα. Δίπλα του υπήρχε ένα σταντ με τα δώρα. Ξαφνικά τα μάτια μου πέφτουν πάνω σε ένα από τα δώρα. Ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια Robe di Kappa. Έλαμπαν. Έρωτας. Αποφάσισα να τα κερδίσω.
Κάθε λίγο ανέβαζε επάνω κι άλλη ομάδα παιδιών και έκανε από πέντε ερωτήσεις. Οι γονείς τα παρότρυναν αλλά σχεδόν κανένα παιδί δεν απαντούσε σε όλες. Τα παπούτσια ήταν ακόμη εκεί.
Το αποφάσισα. Σήκωσα το χέρι μου όσο ψηλά μπορούσα. Κάποια στιγμή με είδε. Επιτέλους με ανέβασε.