Πριν από περίπου δέκα χρόνια ο Πέτρος ήταν γύρω στα δώδεκα. Την εβδομάδα που τον κρατούσα εγώ, τον πήγαινα κάθε μέρα στο Ειδικό Δημοτικό Σχολείο Αυτιστικών Πειραιά. Από τον Βύρωνα που μένω μέχρι το Φάληρο έκανα περίπου μία ώρα με το αυτοκίνητο. Κάποια στιγμή αποφάσισα να μένω κάπου στην περιοχή ώστε να περνάω την ώρα μου μέχρι να σχολάσει ο Πέτρος, για να γλυτώνω τα πολλά πηγαινέλα. Έπαιρνα μαζί μου το σαξόφωνο, ένα μικρό σκαμπό και το αναλόγιο. Σύχναζα στην περιοχή απέναντι από το γήπεδο Γ. Καραϊσκάκη, μεταξύ ΣΕΦ και γηπέδου Tae Kwon Do στο Φάληρο.
Εκεί υπήρχε μια τεράστια αλάνα. Πολλά στρέμματα. Παρατημένη χρόνια. Με αλμυρίκια, καλαμιές, χαμηλούς θάμνους, μπάζα και σκουπίδια εδώ κι εκεί. Κάποιοι ψάρευαν στην παραλία. Άλλοι ψαρεύονταν ανάμεσα στα δέντρα, παρκαρισμένοι για ώρες αντικριστά ο ένας με τον άλλον. Κάπου εκεί κι εγώ με το τενόρο, σε καμιά σκιά, μελετούσα. Όταν έβρεχε έμπαινα στο αμάξι. Είχα ένα Lada Niva.
Υπήρχε ένας παράξενος που έτρεχε γύρω γύρω. Κάθε φορά που περνούσε μπροστά από τους «αργόσχολους», τους έβριζε άσχημα χωρίς να σταματάει να τρέχει. Το ίδιο και μένα. Σαν να νόμιζε ότι το σαξόφωνο ήταν για μένα το πρόσχημα.
Μια φορά κάποιος περαστικός σταμάτησε μπροστά μου, με κοίταξε επίμονα και άρχισε να μου λέει: «Πήγα μέχρι τη θάλασσα. Τίποτε. Γύρισα πίσω. Τίποτε… Δεν έχουμε και δουλειά». Εγώ δεν μιλούσα. Έφυγε.
Σταματούσαν πολλοί και με κοιτούσαν απορημένοι. Κάποιες φορές με χαιρετούσαν από τα κότερα που βγαίναν από τη μαρίνα εκεί μπροστά. Άλλες φορές κάποιοι θέλαν να βγάλουν σέλφι μαζί μου, λέγοντάς μου: «Κάνε πως παίζεις». Κι άλλοι αφιέρωναν από τα κινητά τους το «θέαμα»: «Αγάπη μου, στο αφιερώνω» έλεγαν προς την άλλη άκρη της γραμμής. Και μετά προς εμένα: «Παίξε, παίξε».